Κυκλοφορεί: 21 Ιανουαρίου 2013
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στο νέο δίσκο των Βρετανών από το Brighton, τους οποίους γνωρίσαμε πριν από περίπου 2 χρόνια, δεν είναι άλλο από τον τίτλο του. Το "Wash The Sins Not Only The Face" είναι η μετάφραση από τη γνωστή φράση "νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν", που διαβάζεται και ανάποδα και αναγραφόταν στην κρήνη του ναού της Αγίας Σοφίας.
Η επιλογή αυτή βέβαια δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ήδη από τον πρώτο δίσκο ήταν φανερή η επιρροή της μπάντας από την ιστορία και συγκεκριμένα από τον μεσαίωνα και το gothic. Αυτές οι αισθητικές αναφορές είχαν τότε αναμειχθεί με το σύγχρονο, κληροδοτημένο από τα 80's indie rock και συνέθεσαν έναν πολύ ενδιαφέροντα ήχο (και ένα εξίσου ενδιαφέρον ντεμπούτο), ο οποίος όμως δεν ήταν καθόλου προσιτός. Αυτό που το Indiego Sound περίμενε να δει, λοιπόν, στο δεύτερο δισκογραφικό βήμα των Esben And The Witch, είναι εάν θα κατάφερνε να γίνει λιγότερο στριφνό, κρατώντας παράλληλα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.
Υπό αυτό το πρίσμα, το συγκρότημα τα κατάφερε περίφημα. Ο θόρυβος και η βαβούρα έχουν περιοριστεί δραστικά, η παραγωγή έχει καθαρίσει αρκετά και από πλευράς δομής το album είναι πιο στρωτό και προσβάσιμο, χωρίς ωστόσο να χαθεί η όμορφη, στοιχειωμένη ατμόσφαιρα που είχαμε συνηθίσει και αποτελούσε και το σήμα κατατεθέν τους. Ίσως η ζυγαριά πλέον να κλίνει λίγο περισσότερο προς τη μεριά του indie αντί του gothic, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για αλλοίωση της ταυτότητάς τους.
Το πρόβλημα με το Wash The Sins Not Only The Face, είναι ότι αυτή τη φορά πέρα από τον ήχο, ο δίσκος δεν έχει κάτι άλλο να προσφέρει. Αν οι συνθέσεις απογυμνωθούν από το όμορφο ηχητικό τους περιτύλιγμα, φανερώνουν τρομερές αδυναμίες και μοιάζουν φτωχές, πενιχρές. Δεν προκαλούν καμία διάθεση για επανάληψη. Και είναι πολύ κρίμα που αυτή τη φορά οι Βρετανοί τα έκαναν όλα σωστά, εκτός από το βασικότερο. Ο δίσκος είναι μια μετριότητα και σε πρώτη ανάγνωση οι σκέψεις που έρχονται στο μυαλό είναι ότι πρόκειται για μια κακή στιγμή, η οποία ενδεχομένως σε επόμενο album θα δώσει και πάλι τη θέση της σε κάτι εμπνευσμένο.
Σε δεύτερη, όμως, ανάγνωση, το πράγμα πάει πιο βαθιά και έρχονται κι άλλες σκέψεις. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι εδώ μέσα δεν υπάρχει κάποιο single τόσο δυνατό όσο το Marching Song ή το Warpath. Ξεχνώντας singles και λοιπούς εμπορικούς όρους, το πιο απογοητευτικό της όλης κατάστασης είναι η αίσθηση ότι η μουσική είναι άψυχη. Για πρώτη φορά αναδύεται στην επιφάνεια μια καχυποψία ότι οι Esben And The Witch δεν είναι τίποτα άλλο από μια επιτήδευση της λογικής "style over substance", ένα καλά μελετημένο στουντιακό κατασκεύασμα. Τρεις μικροί απατεώνες που πριν 2 χρόνια κατάφεραν έντεχνα να μας ξεγελάσουν.
Αν συμβαίνει το παραπάνω, τότε αναμφίβολα για το Indiego Sound θα είναι ξεγραμμένοι. Αυτό βέβαια θα το δείξει ο επόμενος δίσκος μάλλον, ακόμα δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Για την ώρα, το μόνο βέβαιο είναι ότι και μόνο η υποψία πως πρόκειται για κάτι ψεύτικο λογίζεται ως αποτυχία για το συγκεκριμένο album.
Η επιλογή αυτή βέβαια δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ήδη από τον πρώτο δίσκο ήταν φανερή η επιρροή της μπάντας από την ιστορία και συγκεκριμένα από τον μεσαίωνα και το gothic. Αυτές οι αισθητικές αναφορές είχαν τότε αναμειχθεί με το σύγχρονο, κληροδοτημένο από τα 80's indie rock και συνέθεσαν έναν πολύ ενδιαφέροντα ήχο (και ένα εξίσου ενδιαφέρον ντεμπούτο), ο οποίος όμως δεν ήταν καθόλου προσιτός. Αυτό που το Indiego Sound περίμενε να δει, λοιπόν, στο δεύτερο δισκογραφικό βήμα των Esben And The Witch, είναι εάν θα κατάφερνε να γίνει λιγότερο στριφνό, κρατώντας παράλληλα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.
Υπό αυτό το πρίσμα, το συγκρότημα τα κατάφερε περίφημα. Ο θόρυβος και η βαβούρα έχουν περιοριστεί δραστικά, η παραγωγή έχει καθαρίσει αρκετά και από πλευράς δομής το album είναι πιο στρωτό και προσβάσιμο, χωρίς ωστόσο να χαθεί η όμορφη, στοιχειωμένη ατμόσφαιρα που είχαμε συνηθίσει και αποτελούσε και το σήμα κατατεθέν τους. Ίσως η ζυγαριά πλέον να κλίνει λίγο περισσότερο προς τη μεριά του indie αντί του gothic, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για αλλοίωση της ταυτότητάς τους.
Το πρόβλημα με το Wash The Sins Not Only The Face, είναι ότι αυτή τη φορά πέρα από τον ήχο, ο δίσκος δεν έχει κάτι άλλο να προσφέρει. Αν οι συνθέσεις απογυμνωθούν από το όμορφο ηχητικό τους περιτύλιγμα, φανερώνουν τρομερές αδυναμίες και μοιάζουν φτωχές, πενιχρές. Δεν προκαλούν καμία διάθεση για επανάληψη. Και είναι πολύ κρίμα που αυτή τη φορά οι Βρετανοί τα έκαναν όλα σωστά, εκτός από το βασικότερο. Ο δίσκος είναι μια μετριότητα και σε πρώτη ανάγνωση οι σκέψεις που έρχονται στο μυαλό είναι ότι πρόκειται για μια κακή στιγμή, η οποία ενδεχομένως σε επόμενο album θα δώσει και πάλι τη θέση της σε κάτι εμπνευσμένο.
Σε δεύτερη, όμως, ανάγνωση, το πράγμα πάει πιο βαθιά και έρχονται κι άλλες σκέψεις. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι εδώ μέσα δεν υπάρχει κάποιο single τόσο δυνατό όσο το Marching Song ή το Warpath. Ξεχνώντας singles και λοιπούς εμπορικούς όρους, το πιο απογοητευτικό της όλης κατάστασης είναι η αίσθηση ότι η μουσική είναι άψυχη. Για πρώτη φορά αναδύεται στην επιφάνεια μια καχυποψία ότι οι Esben And The Witch δεν είναι τίποτα άλλο από μια επιτήδευση της λογικής "style over substance", ένα καλά μελετημένο στουντιακό κατασκεύασμα. Τρεις μικροί απατεώνες που πριν 2 χρόνια κατάφεραν έντεχνα να μας ξεγελάσουν.
Αν συμβαίνει το παραπάνω, τότε αναμφίβολα για το Indiego Sound θα είναι ξεγραμμένοι. Αυτό βέβαια θα το δείξει ο επόμενος δίσκος μάλλον, ακόμα δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Για την ώρα, το μόνο βέβαιο είναι ότι και μόνο η υποψία πως πρόκειται για κάτι ψεύτικο λογίζεται ως αποτυχία για το συγκεκριμένο album.
Βαθμολογία: 5½
Κομμάτια που ξεχωρίζουν: Slow Wave , Deathwaltz , Despair
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου