Είδος: Indie Rock / Disco / Electronic
Κυκλοφορεί: 28 Οκτωβρίου 2013
Πριν σχολιάσει το οτιδήποτε πάνω στο "Reflektor", το Indiego Sound αισθάνεται την ανάγκη να κάνει μια σύντομη εισαγωγή, που αφορά τη σχέση του με τους δημιουργούς του. Οι Arcade Fire δεν είναι μόνο η αγαπημένη του μπάντα, αλλά είναι και η μπάντα που διαμόρφωσε ουσιαστικά και παντοτινά την αντίληψή του γι' αυτό που ονομάζουμε εναλλακτική/ανεξάρτητη (όπως θέλετε πείτε το) μουσική. Το "Funeral", το κορυφαίο εκ των τριών αριστουργημάτων τους, είναι από τα ελάχιστα "τέλεια" albums που αξίζουν το καθαρό 10άρι σε οποιοδήποτε αξιολογικό σύστημα, είτε αυτό προτάσσει την αποτίμηση της μουσικής αξίας, είτε βασίζεται στη συναισθηματική αμεσότητα που οφείλει να έχει κάθε καλλιτέχνης με το κοινό του. Η πλησιέστερη χρονικά κυκλοφορία τριών συνεχόμενων αριστουργημάτων ανήκει μάλλον στους Radiohead της περιόδου 1995-2000 και είναι κάτι γενικά πολύ σπάνιο. Χωρίς καμία διάθεση θριαμβολογίας και καμία ανάγκη ηρωοποίησής τους, δεν μπορούμε να μη συμφωνήσουμε με τη γενική ομολογία ότι πρόκειται για το σπουδαιότερο συγκρότημα των καιρών μας. Αυτό που μπορεί (και που σκοπεύει να προσπαθήσει να κάνει) το Indiego Sound, είναι να μείνει ανεπηρέαστο από τη σχέση αυτή που έχει μαζί τους και να κρίνει το νέο δίσκο όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά.
ΥΓ. Μετά από ένα τέτοιο εξώφυλλο και με τόσες αναφορές στο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα σε μια εμφάνιση στην Ελλάδα;
Βαθμολογία: 8½
Κομμάτια που ξεχωρίζουν: Reflektor , Here Comes The Night Time , Awful Sound (Oh Eurydice) , It's Never Over (Oh Orpheus) , Afterlife
Κυκλοφορεί: 28 Οκτωβρίου 2013
Πριν σχολιάσει το οτιδήποτε πάνω στο "Reflektor", το Indiego Sound αισθάνεται την ανάγκη να κάνει μια σύντομη εισαγωγή, που αφορά τη σχέση του με τους δημιουργούς του. Οι Arcade Fire δεν είναι μόνο η αγαπημένη του μπάντα, αλλά είναι και η μπάντα που διαμόρφωσε ουσιαστικά και παντοτινά την αντίληψή του γι' αυτό που ονομάζουμε εναλλακτική/ανεξάρτητη (όπως θέλετε πείτε το) μουσική. Το "Funeral", το κορυφαίο εκ των τριών αριστουργημάτων τους, είναι από τα ελάχιστα "τέλεια" albums που αξίζουν το καθαρό 10άρι σε οποιοδήποτε αξιολογικό σύστημα, είτε αυτό προτάσσει την αποτίμηση της μουσικής αξίας, είτε βασίζεται στη συναισθηματική αμεσότητα που οφείλει να έχει κάθε καλλιτέχνης με το κοινό του. Η πλησιέστερη χρονικά κυκλοφορία τριών συνεχόμενων αριστουργημάτων ανήκει μάλλον στους Radiohead της περιόδου 1995-2000 και είναι κάτι γενικά πολύ σπάνιο. Χωρίς καμία διάθεση θριαμβολογίας και καμία ανάγκη ηρωοποίησής τους, δεν μπορούμε να μη συμφωνήσουμε με τη γενική ομολογία ότι πρόκειται για το σπουδαιότερο συγκρότημα των καιρών μας. Αυτό που μπορεί (και που σκοπεύει να προσπαθήσει να κάνει) το Indiego Sound, είναι να μείνει ανεπηρέαστο από τη σχέση αυτή που έχει μαζί τους και να κρίνει το νέο δίσκο όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά.
Η πρώτη επαφή με το "Reflektor"
φανερώνει ένα πραγματικά βαρύ album.
Δεν είναι μόνο τα 75 λεπτά που διαρκεί ή τα εξάλεπτα και επτάλεπτα
κομμάτια που ως επί το πλείστον το απαρτίζουν, αλλά κυρίως η δίχως προηγούμενο
πληθωρικότητα στην παραγωγή και τις ηχητικές κατευθύνσεις που ακολουθήθηκαν.
Συνιστά τη μεγαλύτερη ηχητική μανούβρα που έχουν επιχειρήσει ποτέ οι Καναδοί,
σε μία προσπάθεια να ενσωματώσουν... τον ουρανό με τ' άστρα. Μπορεί οι επιρροές
από Bruce Springsteen, που
κυριάρχησαν στο "The
Suburbs", να έχουν
εξασθενήσει, ωστόσο το κενό έχουν υπερκαλύψει αυτές από τον Bowie - λίγο από τον Bowie του "Lodger", λίγο από αυτόν του "Scary Monsters"
αλλά και κάτι από τη χορευτική φύση του "Let's Dance". Δεν
είναι τυχαία η συμμετοχή του στα φωνητικά στο εξαιρετικό ομώνυμο πρώτο single του δίσκου, το οποίο και
λάτρεψε όταν το άκουσε στο studio.
Η απίστευτη πολυαναφορικότητα του δίσκου, όμως, δεν περιορίζεται στον Bowie. Στο We Exist, κομμάτι αφιερωμένο στις μειονότητες, η μπασογραμμή κλείνει το μάτι (εντάξει, αντιγράφοντάς το κιόλας λίγο) στο "Billie Jean" του Michael Jackson, ενώ το όλο ύφος αναβιώνει την early 80's disco/pop εποχή, η οποία βέβαια ενυπάρχει και στο Reflektor, φιλτραρισμένη με πολύ πιο γόνιμο τρόπο. Από την άλλη, το "You Already Know" παραπέμπει στην άλλη πτυχή της δεκαετίας του '80, αυτή των Smiths (στο πιο εύθυμο), κρατώντας και κάτι από τον ήχο του Ready To Start, δηλαδή του χιτ (όσο χιτ μπορεί να θεωρηθεί ένα κομμάτι των Arcade Fire) του προηγούμενου δίσκου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και το σχεδόν ambient "Supersymmetry" για να φέρει στο μυαλό μας τους πειραματισμούς του Brian Eno και να προσθέσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στο δίσκο.
Τις παραπάνω αναφορές έρχεται να συμπληρώσει η βασικότερη, που δεν είναι άλλη από την παραδοσιακή μουσική της Αϊτής, γνωστή και ως rara music. Οι φίλοι του συγκροτήματος γνωρίζουν τη σχέση τους με τη Δημοκρατία της Αϊτής, τόπο γέννησης της Régine Chassagne. Πλέον και η μουσική τους έχει άμεση επαφή με τον τόπο αυτό. Η συμμετοχή ντόπιων μουσικών στα κρουστά σε αρκετά κομμάτια, η reggae ρυθμολογία του "Flashbulb Eyes", δανεισμένη από τη γειτονική Τζαμάικα, αλλά και η θεματολογία στα δύο κομμάτια με τίτλο "Here Comes The Night Time", που αναφέρονται στις δυσκολίες των κατοίκων της Αϊτής τη νύχτα λόγω της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Αξίζει να σταθούμε στο πρώτο από τα δύο, μιας και είναι ό,τι πιο ευφάνταστο υπάρχει στο δίσκο και σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές του. Ξεκινάει ως tribal πυροτέχνημα, επιβραδύνει σε μια afro-beat κατάσταση, για να γυρίσει σε disco γκρουβάρισμα και να ξαναπεράσει από τις προηγούμενες φάσεις. Και όλες αυτές οι ρυθμικές εναλλαγές πατούν σε μια αδιαπραγμάτευτη μελωδικότητα, που μας θυμίζει το λόγο που οι Καναδοί θεωρούνται από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες εκεί έξω. Η μινόρε συγχορδία όταν το "here comes the night time!" του Win Butler οδηγεί ξαφνικά το κομμάτι στο ρεφρέν, αποτυπώνει σχεδόν με ανατριχιαστικό τρόπο την ανησυχία των ανθρώπων της Αϊτής να επιστρέψουν στις στέγες τους πρωτού σκοτεινιάσει. Εντέλει, βέβαια, τα world στοιχεία στους Arcade Fire δεν ξαφνιάζουν και τόσο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αντίστοιχες φάσεις έχουν περάσει David Byrne και Talking Heads, συγκρότημα κομβικής σημασίας για τους Καναδούς.
Ήταν μεγάλο στοίχημα για τον James Murphy, μυαλό και ψυχή των LCD Soundsystem, να καταφέρει ως παραγωγός, μαζί με τον Markus Dravs, να ενσωματώσει ομαλά στις rock ρίζες του συγκροτήματος τους disco και world ήχους, αλλά και να αναδείξει την πρωτοφανή χορευτική διάθεση των Arcade Fire. Από την άλλη, ποιος θα μπορούσε να το καταφέρει αν όχι αυτός; Και πράγματι, ό,τι μπορούσε να κάνει από πλευράς του το έκανε - και μάλιστα εξαιρετικά. Έφτιαξε έναν ήχο σύγχρονο, πλούσιο και γεμάτο, όπου κάθε όργανο έχει το χώρο του, συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα και όχι καπελώνοντάς τα. Συχνά οι ήχοι γίνονται κάπως απροσδιόριστοι και το άκουσμα μοιάζει φουτουριστικό, αλλά αυτό το καθιστά μόνο πιο ενδιαφέρον και φευγάτο. Ίσως ο Murphy παραγίνεται παρεμβατικός σε ορισμένα σημεία, με αποτέλεσμα ο ήχος να χάνει κάθε φυσικότητα (π.χ. στο "Flashbulb Eyes"), όμως συνολικά η πληθωρικότητα που προτείνει φωτίζει την πολυμορφικότητα της μπάντας και δίνει αρκετά bonus στο album, όταν αυτό καταφέρει να αποκωδικοποιηθεί από τον ακροατή.
Οι δε Arcade Fire, κυρίως στον πρώτο από τους δύο δίσκους, μοιάζουν να πασχίζουν για να γίνουν χορευτική μπάντα. Η αλήθεια είναι ότι το ύφος αυτό, όσο φιλότιμα κι αν προσπαθούν να το οικειοποιηθούν, δεν τους πάει ιδιαίτερα. Ανέκαθεν είχαν έντεχνες τάσεις και ο ρυθμός δεν ήταν πότε το δυνατό τους χαρτί. Αντ' αυτού, το ταλέντο τους ήταν πάντα στις μελωδίες και τις ενορχηστρώσεις. Όσο κι αν προσπαθούσαν για το αντίθετο, πάντα έπαιζαν το ημι-κουλτουριάρικο rock της ενδοσκόπησης και του σκεπτικισμου και όχι το εκρηκτικό rock 'n' roll του σώματος. Η αποβολή αυτής της σοβαροφάνειας στο "Reflektor" μάλλον προέκυψε με αφορμή το Sprawl II, το μέχρι πρότινος μοναδικό ηλεκτρονικό/χορευτικό τους κομμάτι, που αποδείχθηκε το καλύτερο μέσα από το "The Suburbs", ρίχνοντας έτσι φως στις νέες μουσικές διαδρομές. Παρόλα αυτά, όσο αμήχανοι κι αν ακούγονται με το νέο αυτό ύφος, τελικά με ένα μαγικό τρόπο (που μάλλον σχετίζεται με το προαναφερθέν συνθετικό ταλέντο τους, αλλά και με τον James Murphy) καταφέρνουν να κάνουν τα τραγούδια τους ζωντανά και χορευτικά. Κορυφαίο παράδειγμα, μαζί με το Reflektor, το Afterlife. Αν η ουσία της υψηλής τέχνης έγκειται στην αντίθεση και την αμφισημία, τότε το κομμάτι αυτό είναι ένας μικρός θρίαμβος. Στίχοι θλιμμένοι, σχεδόν απεγνωσμένοι, οι οποίοι όμως αραδιάζονται πάνω σε έναν ανελέητο ρυθμό, που θα μπορούσε να χορευτεί με δάκρυα στα μάτια. Με άλλα λόγια, η χαρμολύπη η ίδια.
Θα μπορούσαμε να αναλύουμε για πολλές χιλιάδες λέξεις ακόμα έναν τόσο σύνθετο και πολυεπίπεδο δίσκο όπως το "Reflektor", αλλά κάτι τέτοιο θα γινόταν κουραστικό. Τα κρίσιμα ερώτηματα που τίθεται είναι: έκαναν οι Arcade Fire πάλι το album της χρονιάς; Είναι το τέταρτο συνεχόμενο αριστούργημά τους; Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση θα δοθεί σύντομα στις ανασκοπήσεις με τα καλύτερα της χρονιάς, αν και είναι βέβαιο ότι το album αυτό θα ανήκει σε αυτά που θα ξεχωρίζουν. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, το Indiego Sound αμφιβάλλει ότι έχουμε να κάνουμε με αριστούργημα. Το "Reflektor" είναι μια πάρα πολύ καλή δουλειά, πλην όμως με μικροαδυναμίες σε επίπεδο συνθέσεων και συνοχής, οι οποίες του αφαιρούν κάτι από τη δυναμική του. Περιέχει μια πεντάδα εξαιρετικών κομματιών (Reflektor, Here Comes The Night Time, "Awful Sound (Oh Eurydice)", "It's Never Over (Oh Orpheus)", Afterlife), περιέχει όμως και άλλα τόσα μέτρια, με τα εναπομείναντα να κινούνται στην ενδιάμεση ζώνη. Όπως και το "Neon Bible", είναι δίσκος που ακούγεται επιλεκτικά, με τις καλές στιγμές του όμως να είναι ακαταμάχητες. Η διαφορά του είναι ότι ως μουσική έμπνευση δε σχηματοποιείται εύκολα σε κάτι εύληπτο και ταξινομήσιμο, αλλά παραμένει ακόμα και μετά από πολλές ακροάσεις κάπως αόριστο και άμορφο. Αυτό ενδεχομένως να αποκαλύψει μελλοντικά μια ευφυΐα που δεν είμαστε ακόμα σε θέση να αντιληφθούμε.
Προς το παρόν, αυτό που αντιλαμβανόμαστε όλοι είναι ότι τόσην ώρα διυλίζουμε τον κώνωπα και γι' αυτό το λόγο θα μείνουμε στο ότι πρόκειται για ένα ακόμη απολαυστικό Arcade Fire album, το οποίο θα δείξει τις πραγματικές του διαστάσεις όταν περάσει λίγος χρόνος και ο θόρυβος που το συνοδεύει ξεφουσκώσει.
Η απίστευτη πολυαναφορικότητα του δίσκου, όμως, δεν περιορίζεται στον Bowie. Στο We Exist, κομμάτι αφιερωμένο στις μειονότητες, η μπασογραμμή κλείνει το μάτι (εντάξει, αντιγράφοντάς το κιόλας λίγο) στο "Billie Jean" του Michael Jackson, ενώ το όλο ύφος αναβιώνει την early 80's disco/pop εποχή, η οποία βέβαια ενυπάρχει και στο Reflektor, φιλτραρισμένη με πολύ πιο γόνιμο τρόπο. Από την άλλη, το "You Already Know" παραπέμπει στην άλλη πτυχή της δεκαετίας του '80, αυτή των Smiths (στο πιο εύθυμο), κρατώντας και κάτι από τον ήχο του Ready To Start, δηλαδή του χιτ (όσο χιτ μπορεί να θεωρηθεί ένα κομμάτι των Arcade Fire) του προηγούμενου δίσκου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και το σχεδόν ambient "Supersymmetry" για να φέρει στο μυαλό μας τους πειραματισμούς του Brian Eno και να προσθέσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στο δίσκο.
Τις παραπάνω αναφορές έρχεται να συμπληρώσει η βασικότερη, που δεν είναι άλλη από την παραδοσιακή μουσική της Αϊτής, γνωστή και ως rara music. Οι φίλοι του συγκροτήματος γνωρίζουν τη σχέση τους με τη Δημοκρατία της Αϊτής, τόπο γέννησης της Régine Chassagne. Πλέον και η μουσική τους έχει άμεση επαφή με τον τόπο αυτό. Η συμμετοχή ντόπιων μουσικών στα κρουστά σε αρκετά κομμάτια, η reggae ρυθμολογία του "Flashbulb Eyes", δανεισμένη από τη γειτονική Τζαμάικα, αλλά και η θεματολογία στα δύο κομμάτια με τίτλο "Here Comes The Night Time", που αναφέρονται στις δυσκολίες των κατοίκων της Αϊτής τη νύχτα λόγω της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Αξίζει να σταθούμε στο πρώτο από τα δύο, μιας και είναι ό,τι πιο ευφάνταστο υπάρχει στο δίσκο και σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές του. Ξεκινάει ως tribal πυροτέχνημα, επιβραδύνει σε μια afro-beat κατάσταση, για να γυρίσει σε disco γκρουβάρισμα και να ξαναπεράσει από τις προηγούμενες φάσεις. Και όλες αυτές οι ρυθμικές εναλλαγές πατούν σε μια αδιαπραγμάτευτη μελωδικότητα, που μας θυμίζει το λόγο που οι Καναδοί θεωρούνται από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες εκεί έξω. Η μινόρε συγχορδία όταν το "here comes the night time!" του Win Butler οδηγεί ξαφνικά το κομμάτι στο ρεφρέν, αποτυπώνει σχεδόν με ανατριχιαστικό τρόπο την ανησυχία των ανθρώπων της Αϊτής να επιστρέψουν στις στέγες τους πρωτού σκοτεινιάσει. Εντέλει, βέβαια, τα world στοιχεία στους Arcade Fire δεν ξαφνιάζουν και τόσο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αντίστοιχες φάσεις έχουν περάσει David Byrne και Talking Heads, συγκρότημα κομβικής σημασίας για τους Καναδούς.
Ήταν μεγάλο στοίχημα για τον James Murphy, μυαλό και ψυχή των LCD Soundsystem, να καταφέρει ως παραγωγός, μαζί με τον Markus Dravs, να ενσωματώσει ομαλά στις rock ρίζες του συγκροτήματος τους disco και world ήχους, αλλά και να αναδείξει την πρωτοφανή χορευτική διάθεση των Arcade Fire. Από την άλλη, ποιος θα μπορούσε να το καταφέρει αν όχι αυτός; Και πράγματι, ό,τι μπορούσε να κάνει από πλευράς του το έκανε - και μάλιστα εξαιρετικά. Έφτιαξε έναν ήχο σύγχρονο, πλούσιο και γεμάτο, όπου κάθε όργανο έχει το χώρο του, συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα και όχι καπελώνοντάς τα. Συχνά οι ήχοι γίνονται κάπως απροσδιόριστοι και το άκουσμα μοιάζει φουτουριστικό, αλλά αυτό το καθιστά μόνο πιο ενδιαφέρον και φευγάτο. Ίσως ο Murphy παραγίνεται παρεμβατικός σε ορισμένα σημεία, με αποτέλεσμα ο ήχος να χάνει κάθε φυσικότητα (π.χ. στο "Flashbulb Eyes"), όμως συνολικά η πληθωρικότητα που προτείνει φωτίζει την πολυμορφικότητα της μπάντας και δίνει αρκετά bonus στο album, όταν αυτό καταφέρει να αποκωδικοποιηθεί από τον ακροατή.
Οι δε Arcade Fire, κυρίως στον πρώτο από τους δύο δίσκους, μοιάζουν να πασχίζουν για να γίνουν χορευτική μπάντα. Η αλήθεια είναι ότι το ύφος αυτό, όσο φιλότιμα κι αν προσπαθούν να το οικειοποιηθούν, δεν τους πάει ιδιαίτερα. Ανέκαθεν είχαν έντεχνες τάσεις και ο ρυθμός δεν ήταν πότε το δυνατό τους χαρτί. Αντ' αυτού, το ταλέντο τους ήταν πάντα στις μελωδίες και τις ενορχηστρώσεις. Όσο κι αν προσπαθούσαν για το αντίθετο, πάντα έπαιζαν το ημι-κουλτουριάρικο rock της ενδοσκόπησης και του σκεπτικισμου και όχι το εκρηκτικό rock 'n' roll του σώματος. Η αποβολή αυτής της σοβαροφάνειας στο "Reflektor" μάλλον προέκυψε με αφορμή το Sprawl II, το μέχρι πρότινος μοναδικό ηλεκτρονικό/χορευτικό τους κομμάτι, που αποδείχθηκε το καλύτερο μέσα από το "The Suburbs", ρίχνοντας έτσι φως στις νέες μουσικές διαδρομές. Παρόλα αυτά, όσο αμήχανοι κι αν ακούγονται με το νέο αυτό ύφος, τελικά με ένα μαγικό τρόπο (που μάλλον σχετίζεται με το προαναφερθέν συνθετικό ταλέντο τους, αλλά και με τον James Murphy) καταφέρνουν να κάνουν τα τραγούδια τους ζωντανά και χορευτικά. Κορυφαίο παράδειγμα, μαζί με το Reflektor, το Afterlife. Αν η ουσία της υψηλής τέχνης έγκειται στην αντίθεση και την αμφισημία, τότε το κομμάτι αυτό είναι ένας μικρός θρίαμβος. Στίχοι θλιμμένοι, σχεδόν απεγνωσμένοι, οι οποίοι όμως αραδιάζονται πάνω σε έναν ανελέητο ρυθμό, που θα μπορούσε να χορευτεί με δάκρυα στα μάτια. Με άλλα λόγια, η χαρμολύπη η ίδια.
Θα μπορούσαμε να αναλύουμε για πολλές χιλιάδες λέξεις ακόμα έναν τόσο σύνθετο και πολυεπίπεδο δίσκο όπως το "Reflektor", αλλά κάτι τέτοιο θα γινόταν κουραστικό. Τα κρίσιμα ερώτηματα που τίθεται είναι: έκαναν οι Arcade Fire πάλι το album της χρονιάς; Είναι το τέταρτο συνεχόμενο αριστούργημά τους; Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση θα δοθεί σύντομα στις ανασκοπήσεις με τα καλύτερα της χρονιάς, αν και είναι βέβαιο ότι το album αυτό θα ανήκει σε αυτά που θα ξεχωρίζουν. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, το Indiego Sound αμφιβάλλει ότι έχουμε να κάνουμε με αριστούργημα. Το "Reflektor" είναι μια πάρα πολύ καλή δουλειά, πλην όμως με μικροαδυναμίες σε επίπεδο συνθέσεων και συνοχής, οι οποίες του αφαιρούν κάτι από τη δυναμική του. Περιέχει μια πεντάδα εξαιρετικών κομματιών (Reflektor, Here Comes The Night Time, "Awful Sound (Oh Eurydice)", "It's Never Over (Oh Orpheus)", Afterlife), περιέχει όμως και άλλα τόσα μέτρια, με τα εναπομείναντα να κινούνται στην ενδιάμεση ζώνη. Όπως και το "Neon Bible", είναι δίσκος που ακούγεται επιλεκτικά, με τις καλές στιγμές του όμως να είναι ακαταμάχητες. Η διαφορά του είναι ότι ως μουσική έμπνευση δε σχηματοποιείται εύκολα σε κάτι εύληπτο και ταξινομήσιμο, αλλά παραμένει ακόμα και μετά από πολλές ακροάσεις κάπως αόριστο και άμορφο. Αυτό ενδεχομένως να αποκαλύψει μελλοντικά μια ευφυΐα που δεν είμαστε ακόμα σε θέση να αντιληφθούμε.
Προς το παρόν, αυτό που αντιλαμβανόμαστε όλοι είναι ότι τόσην ώρα διυλίζουμε τον κώνωπα και γι' αυτό το λόγο θα μείνουμε στο ότι πρόκειται για ένα ακόμη απολαυστικό Arcade Fire album, το οποίο θα δείξει τις πραγματικές του διαστάσεις όταν περάσει λίγος χρόνος και ο θόρυβος που το συνοδεύει ξεφουσκώσει.
ΥΓ. Μετά από ένα τέτοιο εξώφυλλο και με τόσες αναφορές στο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα σε μια εμφάνιση στην Ελλάδα;
Βαθμολογία: 8½
Κομμάτια που ξεχωρίζουν: Reflektor , Here Comes The Night Time , Awful Sound (Oh Eurydice) , It's Never Over (Oh Orpheus) , Afterlife
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου