29.5.13

Rhye - Woman

Είδος:  R&B  /  Soul  /  Electronic  /  Pop
Κυκλοφορεί:  4 Μαρτίου 2013


   Αν ισχύει το "κάλλιο αργά ποτέ", τότε το Indiego Sound προσκαλεί τους αναγνώστες του να ανατρέξουν στις κυκλοφορίες του Μαρτίου με σχεδόν 3 μήνες καθυστέρηση, για να γευτούν τη γλύκα ενός πανέμορφου δίσκου που χάθηκε κάπου ανάμεσα στην υπερπληθώρα των κυκλοφοριών.
    Οι Rhye είναι ντουέτο και έρχονται από το L.A., αν και οι ρίζες τους βρίσκονται σε Καναδά και Δανία. Ως γνωστόν, στον τόπο τους το σύγχρονο R&B δίνει και παίρνει, συνήθως με αμφίβολα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Αυτοί, όμως, είναι από τους καλούς του είδους. Από τους πολύ καλούς μάλιστα!
     Οι 70's βάσεις τους, η μοντέρνα αισθητική τους, ο λεπτεπίλεπτα ηλεκτρονικός ήχος τους και η ανάλαφρη downtempo pop αύρα τους θυμίζουν αυτό που έκανε η Jessie Ware πέρσι. Σε αντίθεση, όμως, με την κυρία, εδώ υπάρχει ψυχή και original ευαισθησία. Το "Woman" δεν κρύβεται πίσω από καμία στυλιζαρισμένη new soul κουρτίνα, αλλά επδιώκει να διεγείρει συναισθηματικές χορδές, πετυχαίνοντας παράλληλα μια θαυμάσια ισορροπία μεταξύ της ηχητικής ατμοσφαιρικότητας και της ουσιαστικής συνθετικής δεινότητας. Το The Fall, ένα από τα ωραιότερα singles της χρονιάς που ευτυχώς έχουν ανακαλύψει κάποια ελληνικά ραδιόφωνα, είναι το καλύτερο παράδειγμα αυτής της ισορροπίας. Και ως κερασάκι στην ήδη πλουσιοπάροχη τούρτα, τα αισθησιακά φωνητικά, που θα ξεγελάσουν τους πάντες ότι είναι γυναικεία ενώ δεν είναι, δίνουν μια ιδιαιτερότητα στο άκουσμα και  εντέλει αποτελούν το ήμισυ του παντός.
     Με ένα τέτοιο ντεμπούτο, οι Rhye αναδεικνύονται αμέσως σε ένα από τα πιο ελπιδοφόρα ονόματα της μοντέρνας  R&B σκηνής. Αυτή είναι η R&B που θέλουμε να ακούμε και αυτή ελπίζουμε ότι θα χαρακτηρίσει τη δεκαετία που διανύουμε.
    
    
Βαθμολογία: 
8

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Open
, The Fall , Last Dance , Hunger

26.5.13

Laura Marling - Once I Was An Eagle

Είδος:  Indie Folk  /  Folk
Κυκλοφορεί:  27 Μαΐου 2013


    Τι να πεί κανείς για τη Laura Marling; Μια κοπέλα μόλις 23 χρονών, που έχει κυκλοφορήσει ήδη τέσσερις δίσκους, αποσπώντας σχεδόν μόνο θετικά σχόλια (για να μην αναφερθούμε σε βραβεία και υποψηφιότητες). Ένα ταλέντο πολύπλευρο, καθώς πρόκειται για εξαιρετική ερμηνεύτρια, στιχουργό και κιθαρίστρια. Και μια απόλυτα σοβαρή καλλιτέχνις, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την pop κατεύθυνση της σύγχρονης βρετανικής folk σκηνής (βλέπε Mumford & Sons και Noah And The Whale, μπάντες των οποίων οι frontmen έχουν σχετιστεί με την εν λόγω κυρία).
     Ο νέος της δίσκος, τέταρτος κατά σειρά, είναι λίγο διαφορετικός απ' οτιδήποτε έχει κάνει μέχρι τώρα, αλλά αποτελεί ένα ακόμη εξαιρετικό βήμα στην ήδη λαμπρή πορεία της. Είναι ένας δίσκος αρκετά βαρύς και δύσκολος. Τεράστιος σε διάρκεια (16 κομμάτια και περισσότερα από 60 λεπτά μουσικής), εγκεφαλικός και καθόλου "πιασάρικος". Για όποιον έχει παρακολουθήσει τη δισκογραφία της, είναι εμφανές ότι σε κάθε βήμα τα χιτάκια (όσο "χιτάκι" μπορεί να θεωρηθεί ένα κομμάτι της Marling) όλο και μειώνονται, με αποκορύφωμα το νέο δίσκο, όπου είναι ανύπαρκτα. Συν τοις άλλοις, έχει πλέον χάσει το σύγχρονο indie touch και έχει περάσει σε πιο αυθεντικό, ατόφιο folk, που σε καμία περίπτωση δεν απευθύνεται σε όσους προσεγγίζουν το είδος επιφανειακά. Μόνο οι σκληροπυρηνικοί φολκάδες θα αγκαλιάσουν τη νέα της αυτή δουλειά.
     Είναι θαυμάσιο το πόσο έχει εξελιχθεί η Laura μεγαλώνοντας. Η τεχνική της στην κιθάρα βελτιώνεται συνεχώς και πλέον μάλλον μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις πιο καλές γυναίκες κιθαρίστριες της γενιάς της. Ίσως δεν είναι τυχαίο που το νέο album φέρνει την κιθάρα της στο επίκεντρο περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν, αναδεικνύοντας την τεχνική της. Παράλληλα, η κρυστάλλινη φωνή της έχει βαρύνει μια ιδέα, κάνοντάς την να ακούγεται περισσότερο γυναίκα και υπογραμμίζοντας την ωριμότητα η οποία πάντα τη διέκρινε. Ωριμότητα που φυσικά βροντοφωνάζει και μέσα από τους στίχους, που για μια ακόμη φορά είναι έξοχοι και κάνουν εμάς τους συνομήλικούς της να αναρωτιόμαστε σε ποια ηλικία θα συνειδητοποιήσουμε όλα όσα έχει ήδη χωνέψει εκείνη στα 23 της. Είναι γεγονός: η εξέλιξή της είναι τέτοια, που σιγά σιγά αρχίζει να μοιάζει στους πατέρες του είδους και στις μεγάλες της επιρροές (Bob Dylan, Joan Baez, Joni Mitchell κ.ά.).
     Το Once I Was An Eagle είναι ο δίσκος που θα ενθουσιάσει τους ταγμένους φίλους της Laura Marling, αλλά δύσκολα θα προσελκύσει νέους. Είναι ένας δίσκος που ξεδιπλώνει αργά τις χάρες του, αλλά ανταμείβει τους υπομονετικούς. Δίσκος που δεν καταφέρνει μεν να αποτινάξει από πάνω της το tag "Starbucks music", αλλά έχει να πει πολλά περισσότερα από αυτό. Και εντέλει, είναι ο δίσκος που πιθανότατα θα της χαρίσει το Mercury Prize...
    
    
Βαθμολογία: 
8

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
I Was An Eagle
, Master Hunter , Pray For Me , Little Bird , Saved These Words

22.5.13

MS MR - Secondhand Rapture

Είδος:  Indie Pop
Κυκλοφορεί:  13 Μαΐου 2013


    H MS (Lizzy Plapinger) και ο MR (Max Hershenow) αποτελούν μια νέα indie pop μπάντα από τη Νέα Υόρκη, η οποία προωθείται από το NME και λοιπά έντυπα/sites ως ένα από τα πιο καυτά νέα ονόματα. Ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται σχετικά γνωστοί αριθμώντας αρκετά views στο youtube, κυρίως στο single τους Hurricane, που είναι και το καλύτερο κομμάτι του album τους.
     Η indie pop που παίζουν έχει το εξής χαρακτηριστικό: φαντάζει εξαιρετικά οικεία, χωρίς όμως να θυμίζει ακριβώς κανέναν άλλο καλλιτέχνη. Και ενώ αυτό ύπο άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είναι ευλογία, στην προκειμένη περίπτωση δεν λέει και κάτι ιδιαίτερο, καθώς λείπουν πάρα πολλά από το δίσκο. Λείπει η ξεκάθαρη ηχητική κατεύθυνση, λείπει το βάθος και κυρίως λείπουν οι καλές συνθέσεις (με ελάχιστες εξαιρέσεις).
     Μουσικά, το "indie" και το "pop"είναι το μοναδικά tags που θα μπορούσαμε να αποδόσουμε στους MS MR. Έχουν ηλεκτρονικά στοιχεία, αλλά δεν το πάνε ούτε στο electropop, ούτε στο synthpop. Rock δεν είναι σε καμία περίπτωση, πόσω μάλλον darkwave που έχει γράψει κάποιος άσχετος στο wikipedia. Το dream pop το προσεγγίζουν μεν, αλλά τό κάνουν τόσο επιφανεικά, που το αποκλείουμε και αυτό.
     Εν ολίγοις, η μουσική τους είναι εντελώς ξεκρέμαστη. Είναι μια πρόχειρη συρραφή ετερόκλητων στοιχείων που στερείται κάθε μουσικού ενδιαφέροντος, ενώ δεν είναι και αρκετά ζουμερή ώστε να σε κάνει να ξεχάσεις τις κατηγοριοποιήσεις και να αφεθείς στις συνθέσεις. Κρυμμένη πίσω από την καλή παραγωγή, την εύπεπτη αλλά αναλώσιμη pop ελαφρότητα και τη χιπστερικών προδιαγραφών στιλιστική φόρμα, η κενότητα του Secondhand Rapture δε θα του επιτρέψει να κερδίσει τη μάχη με το χρόνο.
    

Βαθμολογία: 
5

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Hurricane
, Bones , Fantasy , No Trace

20.5.13

Daft Punk - Random Access Memories

Είδος:  Electronic , Dance , Disco , Funk
Κυκλοφορεί:  20 Μαΐου 2013


    Ένα μικρό διαδικτυακό περίπατο να κάνει κανείς αρκεί για να διαπιστώσει ότι το νέο album των Daft Punk είναι τόσο hyped, που είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα καταλήξει ως ένα από τα albums της χρονιάς (αν όχι "το" album της χρονιάς), αλλά και modern classic. Η επιστροφή των ρομπότ από τη Γαλλία, μαζί με μια στρατιά από ηχηρές συνεργασίες (Julian Casablancas, Pharrell Williams, Giorgio Moroder, Panda Bear και άλλοι), λαμβάνει επικές διαστάσεις και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο.
     Ο τίτλος του πρώτου κομματιού Give Life Back To Music θα μπορούσε να είναι και τίτλος του album. Αυτο είναι το κεντρικό νόημα του δίσκου: να δώσει σάρκα και οστά στη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική, η οποία κατά κοινή ομολογία έχει καταντήσει ένα άψυχο βιομηχανικό κατασκεύασμα. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύονται οι ρίζες της δεκαετίας του '70 (once again), εκείνης της εποχής που το funk έδινε τη θέση του στη disco και ο κόσμος διασκέδαζε μαζικά με πραγματικά όμορφες μουσικές. Η δεκαετία αυτή ήταν καθοριστική για τους Daft Punk, οι οποίοι στα πρώτα τους βήματα μάζευαν και άκουγαν μανιωδώς βινύλια με τις μουσικές αυτές, χτίζοντας τη βάση της έμπνευσής τους για τις μετέπειτα δημιουργίες τους. Σήμερα, παραπάνω από 15 χρόνια αργότερα, οι αναφορές αυτές γίνονται εντονότερες από ποτέ.
    Μια τέτοια προσωπική μουσική ιστορία αφηγείται και ο παππούς πλέον Giorgio Moroder στο τρίτο κομμάτι, που είναι μάλλον και το καλύτερο του δίσκου. Ένα αφιέρωμα στα ξεκινήματα της καριέρας αυτού του τόσο επιδραστικού μουσικού, που διαμόρφωσε όσο λίγοι την ηλεκτρονική σκηνή. Και μια πρωτοφανής ιδέα, φυσικά, μια ηχογραφημένη αφήγηση να παίζει με μουσική (και τι μουσική!) στο background. Πέρα όμως από αυτό το διαμάντι, ο δίσκος είναι γεμάτος με πολύ καλά κομμάτια. Τι να πρωτοαναφέρουμε; Το dance single της χρονιάς Get Lucky με τη συμμετοχή του Pharrell; Το εκπληκτικό Doin' It Right με τη συμμετοχή του Panda Bear, που συνδυάζει με αψεγάδιαστο τρόπο το φαινομενικά αταίριαστο μουσικό του ύφος με αυτό των Daft Punk; Τα Give Life Back To Music και Lose Yourself To Dance με τις εθιστικά funky ρυθμικές κιθάρες; Ας μην συνεχίσουμε άλλο, ας κρατήσουμε μόνο ότι το Random Access Memories είναι από τους δίσκους που ακούγονται ολόκληροι.
     Κι αν με τα παραπάνω δόθηκε η εντύπωση ότι το album αποτελεί κάποιου είδους παρελθοντολάγνα αναβίωση της disco λόγω του retro χαρακτήρα του, κάτι τέτοιο αναμφίβολα δεν ισχύει. Οι συνεργασίες με τόσα καυτά ονόματα του σήμερα, τα σύγχρονα ηλεκτρονικά στοιχεία, η ηχητική ευελιξία του και κυρίως η ασύλληπτη παραγωγή, είναι οι λόγοι που το album δεν ακούγεται ούτε κατά διάνοια παρωχημένο, αλλά ολόφρεσκο. Πρόκειται για μια γόνιμη ανάμειξη του χθες και του σήμερα, με σεβασμό στις ρίζες και ταυτόχρονα την απαραίτητη σύγχρονη ματιά.


Βαθμολογία: 
8½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν:
Give Life Back To Music
, Giorgio By Moroder , Lose Yourself To Dance , Get Lucky , Fragments Of Time

16.5.13

The National - Trouble Will Find Me

Είδος:  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  20 Μαΐου 2013


    Στην αυγή ενός αιώνα κατά τον οποίο τα μουσικά "πυροτεχνήματα" σκάνε και εξαφανίζονται με ρυθμούς που θυμίζουν πρωτοχρονιά στο κέντρο της Αθήνας, οι καλλιτέχνες με σταθερή πορεία και διαχρονικά ποιοτική δισκογραφία είναι ανεκτίμητοι. Οι National, άφθαρτοι μετά από 12 χρόνια δισκογραφικής δραστηριότητας, αποδεικνύουν με το νέο, θαυμάσιο album τους ότι ανήκουν στην αφρόκρεμα του ανεξάρτητου rock.
     Το "Trouble Will Find Me" δεν είναι αριστούργημα. Και δεν είχε την πρόθεση να είναι. Το έχει δηλώσει και η μπάντα άλλωστε: μετά το πολυβραβευμένο, έξοχο "High Violet", δεν τους ενδιέφερε να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, αλλά να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που αγαπούν, απαλλαγμένοι από το βάρος της επιτυχίας. Και μπορεί το παραπάνω να έχει αποτελέσει άλλοθι για ανέμπνευστες προχειρότητες από πολλούς καλλιτέχνες στο παρελθόν, όμως στην περίπτωση των National τα πράγματα είναι διαφορετικά.
     Ο δίσκος επιβάλλει από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα ακρόασης τη λιτότητά του. Ήχος πιο άδειος, ενορχηστρώσεις back to basics, μελωδίες απλούστερες, τεχνική σχεδόν ανύπαρκτη. Εξαίρεση αποτελούν κάποια σχετικά σύνθετα μέτρα που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα 4/4 και 3/4 που κυριαρχούν στο 95% της pop και της rock. Συνολικά, ωστόσο, κυριαρχεί μια λογική αφαιρετική, η οποία απογυμνώνει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα και φωτίζει τα βαρύτονα φωνητικά του Matt Berninger, που είναι και το μεγαλύτερο αναγνωριστικό της μπάντας. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι ακόμα και με τα στοιχειώδη συστατικά, οι National σερβίρουν για μια ακόμη φορά αξιοζήλευτα κομμάτια. Κομμάτια που μπορεί να μην εντυπωσιάζουν τόσο όσο το Fake Empire, το Bloodbuzz Ohio ή το Terrible Love, όμως είναι πανέμορφα μέσα στην απλότητά τους.
     Οι συνεργασίες στο πλαίσιο του "Trouble Will Find Me" πολλές και ενδιαφέρουσες. Μεταξύ άλλων συνεισέφεραν μεγαθήρια της indie όπως ο Sufjan Stevens, η St. Vincent, η Sharon Van Etten και ο Richard Reed Parry των Arcade Fire (άσχετο με το θέμα μας, αλλά η αναμονή για το νέο τους album έχει καταντήσει μαρτυρική), χωρίς όμως να έχει αποσαφηνιστεί η συμβολή του καθενός. Η κινητικότητα αυτή, πάντως, γύρω από την παραγωγή του εν λόγω δίσκου αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του συγκροτήματος.
     Ο μοναδικός σκεπτικισμός που δημιουργεί ο δίσκος αφορά τη θεματολογία του και την ατμόσφαιρά του. Όσο καλοί κι αν είναι οι National στην αποτύπωση της ανθρώπινης θλίψης, όσο ώριμα και αν προσεγγίζουν τη μοναξιά και το μαρασμό, όσο επιδέξια κι αν αποφεύγουν το μελό, μετά από τόσα χρόνια μοιάζουν αυτοπαγιδευμένοι σε αυτή την εκφραστική μανιέρα. Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς το συγκρότημα να ανοίγει ορίζοντες για κάτι διαφορετικό και -γιατί όχι;- κάτι πιο εύθυμο. Και αυτό μόνο καλό δεν είναι. Πόσες ακόμα εκφάνσεις της ψυχικής αιμορραγίας τούς έχουν μείνει για να θίξουν, μέχρι να αρχίσουν να ξεχειλώνουν το ζήτημα και να καταλήξουν γραφικοί;
     Το παραπάνω, βέβαια, δεν αφορά το παρόν, παρά μόνο δημιουργεί προβληματισμό για το μέλλον. Για την ώρα, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να αφεθεί στην ατόφια ηχητική ομορφιά του "Trouble Will Find Me" και να απολαύσει μια μπάντα πιο σίγουρη από ποτέ για τον εαυτό της.
    

Βαθμολογία: 
8½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
I Sould Live In Salt , Demons , Don't Swallow The Cup , Sea Of Love , Humiliation , Pink Rabbits

12.5.13

Mikal Cronin - MCII

Είδος:  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  13 Μαΐου 2013


    Ο Mikal Cronin είναι αν μη τι άλλο δραστήριος μουσικός. Είναι μέλος σε αρκετές μπάντες, με πιο αξιοπρόσεκτη αυτήν του Ty Segall (έπαιζε μπάσο και έκανε φωνητικά στο περσινό Slaughterhouse), ενώ έχει ήδη ένα solo album στο ενεργητικό του, που κυκλοφόρησε το 2011. Τώρα με αυτό το δεύτερο album αρχίζει και γίνεται ευρύτερα γνωστός, ενώ κερδίζει και την εύνοια της συντριπτικής πλειοψηφίας των κριτικών.
     Η αλήθεια είναι ότι ο Cronin είναι πιθανότατα καλύτερος και από τον ίδιο τον Ty Segall. Ο δίσκος του αυτος είναι γεμάτος με καλά indie rock τραγούδια. Ο ίδιος γράφει ωραίους στίχους και στιβαρές μελωδίες που μένουν στο μυαλό. Ο ήχος του δεν είναι τόσο σκληρός, ούτε τόσο garage όσο του συνεργάτη του. Αντιθέτως, οι επιρροές του εστιάζονται κυρίως στα 80's και τα 90's και οι συνθέσεις του αναδεικνύουν μια πιο γλυκή πλευρά του rock, με περισσότερες μελωδικές καμπύλες, παρά ηχητικές γωνίες.
     Το προφανές ταλέντο του, βέβαια, στην κατασκευή μελωδιών χαντακώνεται εν μέρει από τις ενορχηστρώσεις και την παραγωγή. Τις μεν ενορχηστρώσεις θα τις θέλαμε περισσότερο πολυεπίπεδες και συγχρόνως λιγότερο φλύαρες, ώστε να αφήνουν τα κομμάτια να αναπνεύσουν. Η δε παραγωγή ίσως ήταν προτιμότερο να είναι πιο καθαρή και λιγότερο lo-fi, μιας και δεν επιτρέπει στα όργανα να ακουστούν με αυτοπεποίηθηση και να γεμίσουν το χώρο ουσιαστικά. Αφήστε που το αυτί του Indiego Sound υποψιάζεται πως ακούει μικρολαθάκια σε ορισμένα σημεία, τα οποία κρύβονται καλά μέσα στο ηχητικό μίγμα...
     Τα παραπάνω όμως αποτελούν μικροπροβλήματα που λύνονται. Το σημαντικότερο και πιο κρίσιμο είναι ο Cronin να απαλλαγεί από τις μουσικές κοινοτυπίες και να βρει ένα πιο προσωπικό ύφος για να ξετυλίξει το υπάρχον ταλέντο του, ώστε να κάνει κάτι όχι μόνο αξιοπρόσεκτο, αλλά και αξιοσέβαστο.

Βαθμολογία: 
7

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Weight
, Am I Wrong , I'm Done Running From You

9.5.13

Vampire Weekend - Modern Vampires Of The City

Είδος:  Indie Pop
Κυκλοφορεί:  13 Μαΐου 2013


    Το 2008 ήταν μια από τις καλύτερες μουσικά χρονιές στην πρόσφατη μνήμη, η οποία χαρακτηρίστηκε κυρίως από τα απίθανα ντεμπούτα που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκειά της. Ανάμεσα στους Fleet Foxes, τους MGMT, τους Bon Iver, τους Last Shadow Puppets και άλλους, ξεχώρισαν και οι Vampire Weekend. Μια μπάντα η οποία παρουσίασε κάτι πραγματικά πρωτότυπο: πάντρεψε την indie pop/rock των 00's με στοιχεία από την αφρικανική, αλλά και από την κλασσική μουσική. Ένα ιδιαίτερο μίγμα που γέννησε ένα απολαυστικό ντεμπούτο το 2008, αλλά και μια πολύ καλή συνέχεια το 2010.
     Τα τρία χρόνια που πέρασαν από το προηγούμενο album άλλαξαν ελαφρώς τον ήχο των Vampire Weekend. Οι επιρροές από την Αφρική (οι οποίες ήδη ήταν λίγότερο αισθητές στο δεύτερο album) εξασθενούν κι άλλο, ενώ το αμιγώς pop ύφος ενισχύεται. Τα afro beats και τα αφρικάνικα high life κιθαριστικά riffs πλέον σπανίζουν. Ο ήχος της μπάντας είναι πιο produced από ποτέ και ενίοτε ακούμε ηλεκτρονικά drums, μέχρι και auto-tune στα φωνητικά του ταλαντούχου Ezra Koenig.
     Γενικότερα, οι τόνοι πέφτουν πολύ στο Modern Vampires Of The City. Όσοι περίμεναν μια tracklist γεμάτη από "A Punk" και "Cousins" θα απογοητευτούν. Ο δίσκος στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μελαγχολικός και πολύ, πάρα πολύ μελωδικός. Κρατάει ακλόνητη την ταυτότητα του συγκροτήματος, αλλά εστιάζει περισσότερο σε επιλεγμένα κομμάτια της. Οι Vampire Weekend  απομακρύνθηκαν από τη χίπικη indie κουλτούρα και μοιάζουν με preppy, art school κολεγιόπαιδα περισσότερο από ποτέ.
     Κακά τα ψέματα, το album αυτό δεν είναι σαν το ανεπανάληπτο ντεμπούτο τους. Παρόλα αυτά, ανάμεσα σε μερικές μικρές αστοχίες περιέχει πολλές υπέροχες μελωδίες, αντάξιες με αυτές που μας έχουν συνηθίσει. Φωτίζει μια μέχρι πρότινος επισκιασμένη πτυχή της πολύπλευρης μουσικής ταυτότητας της μπάντας. Και εντέλει καταφέρνει να κρατήσει ψηλά την υπόληψη των παιδιών από το Brooklyn, τα οποία συνεχίζουν να έχουν μια εντελώς ξεχωριστή pop αισθητική και να κάνουν κάτι που δεν κάνει κανείς άλλος σήμερα. Αυτό από μόνο του είναι σπουδαίο.
    

Βαθμολογία: 
9

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Step
, Diane Young , Hannah Hunt , Ya Hey

7.5.13

Savages - Silence Yourself

Είδος:  Post-Punk Revival
Κυκλοφορεί:  6 Μαΐου 2013


    Οι Savages είναι ένα ακόμα ονόμα από τη λίστα BBC Sound Of 2013 που κυκλοφορεί το ντεμπούτο του. Το Silence Yourself αποτελεί δίσκο όχι απλά μπαγιάτικο, αλλά δύο φορές μπαγιάτικο. Αναβιώνει τον post-punk ήχο από τα late 70's και τα 80's, ο οποίος έχει ήδη αναβιωθεί (και ξεπεραστεί) τα τελευταία 10 χρόνια από μπάντες όπως οι Interpol, οι Editors και οι White Lies. Με την ειδοποιό διαφορά ότι πρόκειται για γυναικείο συγκρότημα με γυναικεία φωνητικά, η κληρονομιά τους εντοπίζεται κυρίως στους Siouxie And The Banshees, αλλά επεκτείνεται και προς Public Image και Joy Division μεριά, από τους οποίους κλέβουν ασυστόλως μπασογραμμές και patterns στα drums.
     Η παντελής έλειψη αυθεντικότητας στον ήχο, ωστόσο, αντισταθμίζεται από την εντυπωσιακή τους ενέργεια. Ενέργεια η οποία ξεκινάει από το (αρκετά δυνατό) songwriting, επεκτείνεται στο singing της εκρηκτικής Jehnny Beth και απογειώνεται σύμφωνα με φήμες στις ζωντανές τους εμφανίσεις, οι οποίες λέγεται ότι αποτελούν εμπειρία που αξίζει να ζήσει κανείς. Η ακρόαση του album τους δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ότι οι Savages παίζουν στα δάχτυλα το είδος το οποίο υπηρετούν.
     Μια από τις μεγάλες επιτυχίες της μπάντας (αλλά και των παραγωγών Johnny Hostile και Rodaidh McDonald) είναι το γεγονός ότι καταφέρνουν να παίζουν με πολλή φασαρία, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ η ισορροπία. Η υπερπληθωρική, ορμητική, ασυγκράτητη (θα μπορούσαμε να κολλήσουμε δεκάδες άλλα επίθετα εδώ) ερμηνεία της Beth, σε συνδυασμό με το εντονότατο distortion στις κιθάρες θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ηχητικό τσίρκο. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα είναι απόλυτα ελεγχόμενο και δεν ξεφεύγει ποτέ από τα όρια του καλαίσθητου.
     Το Silence Yourself, λοιπόν, δεν είναι παρά μια πολύ καλή αναπαραγωγή του μουσικού παρελθόντος. Άψογα δουλεμένο και άψογα εκτελεσμένο. Για όσους αγαπούν τον post-punk ήχο και δεν ψάχνουν το κάτι διαφορετικό είναι ένας δίσκος χάρμα. Και για όσους αγαπούν τις year end lists όσο τις αγαπά το Indiego Sound, θα κάνουμε μια πρόβλεψη: μην εκπλαγείτε αν βρίσκεται στο top 10 των περισσότερων περιοδικών και sites το Δεκέμβριο.
    

Βαθμολογία: 
8

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Shut Up
, Waiting For A Sign , She Will , No Face , Husbands

1.5.13

Deerhunter - Monomania

Είδος:  Indie Rock  /  Garage Rock  /  Lo-Fi
Κυκλοφορεί:  6 Μαΐου 2013


    Tόσο οι κυκλοφορίες του 2008 όσο και το πολύ καλό Halcyon Digest του 2010, έθεσαν πραγματικά ψηλά τον πήχη για τη νέα δουλειά των Deerhunter. Η μπάντα πάντα ξεχώριζε για την αντισυμβατικότητά της, η οποία όμως ήταν αυθεντική και ποτέ δεν γινόταν indie κάλυμα για να κουκουλώνει αδυναμίες. Έτσι, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η διαπίστωση ότι, μετά από τόση καλλιτεχνική αναγνώριση, το συγκρότημα δεν έβαλε στόχο να ξεπεράσει τον εαυτό του και να φτιάξει έναν μεγαλεπίβολο δίσκο, αλλά επέστρεψε στην ελεύθερη έκφραση.
     Όπως και οι Animal Collective στο Centipede Hz, έτσι και οι Deerhunter εδώ κάνουν στην άκρη τις φιλοδοξίες και τις παραδοσιακές συνταγές τις επιτυχίας και αφήνονται στο να κάνουν ό,τι τους γουστάρει. Αυτό από τη μία είναι καλό, με την έννοια ότι αποφεύγουν την παγίδα ενός δίσκου στομφώδους, δήθεν σοβαροφανή ή  υπερφίαλου, ή ακόμα και άσχημα εμπορικού, κάτι που έχουμε δει σε αρκετές μπάντες.
     Από την άλλη, όμως, όσο κι αν εκτιμούμε το σκεπτικό τους, δεν μπορεί να μη μας κακοφανεί το γεγονός ότι στο Monomania το συγκρότημα μουσικά κάνει ένα μεγάλο βήμα πίσω. Στο Halcyon Digest οι Deerhunter είχαν επεκταθεί εντυπωσιακά και είχαν πειραματιστεί με διάφορα είδη και ετερόκλητες μουσικές αναφορές. Είχαν διαμορφώσει ένα μοναδικό ηχητικό χαρακτήρα και είχαν αρχίσει να ακούγονται σαν μια μεγάλη μπάντα, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από την υπερπληθώρα των indie σχημάτων. Αντίθετα, εδώ εστιάζουν σε ένα ολίγον τι βρώμικο, lo-fi garage, το οποίο επαναλαμβάνεται και μοιάζει φτωχό για να αναδείξει την άλλοτε καλπάζουσα δημιουργικότητά τους. Πρόκεται για ένα "avant-garde rock 'n' roll" όπως δήλωσε και ο Bradford Cox, το οποίο έχει γεννήσει ορισμένα καλά κομμάτια, αλλά σαν σύνολο δεν είναι και τόσο δυνατό. Σε σημεία μάλιστα γίνεται υπερβολικά lo-fi, με αποτέλεσμα μια ενοχλητική φασαρία που εξαφανίζει την ουσία της μουσικής. Το "Leather Jacket II", καθώς και το δεύτερο μισό του πρώτου single Monomania, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
     Ο δίσκος γενικά σέβεται τα βασικά standards σοβαροτητας που θα περίμενε κανείς από μια τέτοια μπάντα και υπό αυτό το πρίσμα είναι αξιοπρεπέστατος. Είναι μια καλοδεχούμενη πρόταση, η οποία όμως ούτε αποτελεί καλλιτεχνική εξέλιξη, ούτε έχει να προσφέρει κάτι παραπάνω από 3-4 καλά κομμάτια στις setlists για τα μελλοντικά τους live.

Βαθμολογία: 
6½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Neon Junkyard
, Pensacola , Dream Captain