29.10.13

Arcade Fire - Reflektor

Είδος:  Indie Rock  /  Disco  /  Electronic
Κυκλοφορεί:  28 Οκτωβρίου 2013


     Πριν σχολιάσει το οτιδήποτε πάνω στο "Reflektor", το Indiego Sound αισθάνεται την ανάγκη να κάνει μια σύντομη εισαγωγή, που αφορά τη σχέση του με τους δημιουργούς του. Οι Arcade Fire δεν είναι μόνο η αγαπημένη του μπάντα, αλλά είναι και η μπάντα που διαμόρφωσε ουσιαστικά και παντοτινά την αντίληψή του γι' αυτό που ονομάζουμε εναλλακτική/ανεξάρτητη (όπως θέλετε πείτε το) μουσική. Το "Funeral", το κορυφαίο εκ των τριών αριστουργημάτων τους, είναι από τα ελάχιστα "τέλεια" albums που αξίζουν το καθαρό 10άρι σε οποιοδήποτε αξιολογικό σύστημα, είτε αυτό προτάσσει την αποτίμηση της μουσικής αξίας, είτε βασίζεται στη συναισθηματική αμεσότητα που οφείλει να έχει κάθε καλλιτέχνης με το κοινό του. Η πλησιέστερη χρονικά κυκλοφορία τριών συνεχόμενων αριστουργημάτων ανήκει μάλλον στους Radiohead της περιόδου 1995-2000 και είναι κάτι γενικά πολύ σπάνιο. Χωρίς καμία διάθεση θριαμβολογίας και καμία ανάγκη ηρωοποίησής τους, δεν μπορούμε να μη συμφωνήσουμε με τη γενική ομολογία ότι πρόκειται για το σπουδαιότερο συγκρότημα των καιρών μας. Αυτό που μπορεί (και που σκοπεύει να προσπαθήσει να κάνει) το Indiego Sound, είναι να μείνει ανεπηρέαστο από τη σχέση αυτή που έχει μαζί τους και να κρίνει το νέο δίσκο όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά.
     Η πρώτη επαφή με το "Reflektor" φανερώνει ένα πραγματικά βαρύ album. Δεν είναι μόνο τα 75 λεπτά που διαρκεί ή τα εξάλεπτα και επτάλεπτα κομμάτια που ως επί το πλείστον το απαρτίζουν, αλλά κυρίως η δίχως προηγούμενο πληθωρικότητα στην παραγωγή και τις ηχητικές κατευθύνσεις που ακολουθήθηκαν. Συνιστά τη μεγαλύτερη ηχητική μανούβρα που έχουν επιχειρήσει ποτέ οι Καναδοί, σε μία προσπάθεια να ενσωματώσουν... τον ουρανό με τ' άστρα. Μπορεί οι επιρροές από Bruce Springsteen, που κυριάρχησαν στο "The Suburbs", να έχουν εξασθενήσει, ωστόσο το κενό έχουν υπερκαλύψει αυτές από τον Bowie -  λίγο από τον Bowie του "Lodger", λίγο από αυτόν του "Scary Monsters" αλλά και κάτι από τη χορευτική φύση του "Let's Dance". Δεν είναι τυχαία η συμμετοχή του στα φωνητικά στο εξαιρετικό ομώνυμο πρώτο single του δίσκου, το οποίο και λάτρεψε όταν το άκουσε στο studio.
     Η απίστευτη πολυαναφορικότητα του δίσκου, όμως, δεν περιορίζεται στον Bowie. Στο We Exist, κομμάτι αφιερωμένο στις μειονότητες, η μπασογραμμή κλείνει το μάτι (εντάξει, αντιγράφοντάς το κιόλας λίγο) στο "Billie Jean" του Michael Jackson, ενώ το όλο ύφος αναβιώνει την early 80's disco/pop εποχή, η οποία βέβαια ενυπάρχει και στο Reflektor, φιλτραρισμένη με πολύ πιο γόνιμο τρόπο. Από την άλλη, το "You Already Know" παραπέμπει στην άλλη πτυχή της δεκαετίας του '80, αυτή των Smiths (στο πιο εύθυμο), κρατώντας και κάτι από τον ήχο του Ready To Start, δηλαδή του χιτ (όσο χιτ μπορεί να θεωρηθεί ένα κομμάτι των Arcade Fire) του προηγούμενου δίσκου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και το σχεδόν ambient "Supersymmetry" για να φέρει στο μυαλό μας τους πειραματισμούς του Brian Eno και να προσθέσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στο δίσκο.
     Τις παραπάνω αναφορές έρχεται να συμπληρώσει η βασικότερη, που δεν είναι άλλη από την παραδοσιακή μουσική της Αϊτής, γνωστή και ως rara music. Οι φίλοι του συγκροτήματος γνωρίζουν τη σχέση τους με τη Δημοκρατία της Αϊτής, τόπο γέννησης της Régine Chassagne. Πλέον και η μουσική τους έχει άμεση επαφή με τον τόπο αυτό. Η συμμετοχή ντόπιων μουσικών στα κρουστά σε αρκετά κομμάτια, η reggae ρυθμολογία του "Flashbulb Eyes", δανεισμένη από τη γειτονική Τζαμάικα, αλλά και η θεματολογία στα δύο κομμάτια με τίτλο "Here Comes The Night Time", που αναφέρονται στις δυσκολίες των κατοίκων της Αϊτής τη νύχτα λόγω της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Αξίζει να σταθούμε στο πρώτο από τα δύο, μιας και είναι ό,τι πιο ευφάνταστο υπάρχει στο δίσκο και σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές του. Ξεκινάει ως tribal πυροτέχνημα, επιβραδύνει σε μια afro-beat κατάσταση, για να γυρίσει σε disco γκρουβάρισμα και να ξαναπεράσει από τις προηγούμενες φάσεις. Και όλες αυτές οι ρυθμικές εναλλαγές πατούν σε μια αδιαπραγμάτευτη μελωδικότητα, που μας θυμίζει το λόγο που οι Καναδοί θεωρούνται από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες εκεί έξω. Η μινόρε συγχορδία όταν το "here comes the night time!" του Win Butler οδηγεί ξαφνικά το κομμάτι στο ρεφρέν, αποτυπώνει σχεδόν με ανατριχιαστικό τρόπο την ανησυχία των ανθρώπων της Αϊτής να επιστρέψουν στις στέγες τους πρωτού σκοτεινιάσει. Εντέλει, βέβαια, τα world στοιχεία στους Arcade Fire δεν ξαφνιάζουν και τόσο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αντίστοιχες φάσεις έχουν περάσει David Byrne και Talking Heads, συγκρότημα κομβικής σημασίας για τους Καναδούς.
     Ήταν μεγάλο στοίχημα για τον James Murphy, μυαλό και ψυχή των LCD Soundsystem, να καταφέρει ως παραγωγός, μαζί με τον Markus Dravs, να ενσωματώσει ομαλά στις rock ρίζες του συγκροτήματος τους disco και world ήχους, αλλά και να αναδείξει την πρωτοφανή χορευτική διάθεση των Arcade Fire. Από την άλλη, ποιος θα μπορούσε να το καταφέρει αν όχι αυτός; Και πράγματι, ό,τι μπορούσε να κάνει από πλευράς του το έκανε - και μάλιστα εξαιρετικά. Έφτιαξε έναν ήχο σύγχρονο, πλούσιο και γεμάτο, όπου κάθε όργανο έχει το χώρο του, συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα και όχι καπελώνοντάς τα. Συχνά οι ήχοι γίνονται κάπως απροσδιόριστοι και το άκουσμα μοιάζει φουτουριστικό, αλλά αυτό το καθιστά μόνο πιο ενδιαφέρον και φευγάτο. Ίσως ο Murphy παραγίνεται παρεμβατικός σε ορισμένα σημεία, με αποτέλεσμα ο ήχος να χάνει κάθε φυσικότητα (π.χ. στο "Flashbulb Eyes"), όμως συνολικά η πληθωρικότητα που προτείνει φωτίζει την πολυμορφικότητα της μπάντας και δίνει αρκετά bonus στο album, όταν αυτό καταφέρει να αποκωδικοποιηθεί από τον ακροατή.
     Οι δε Arcade Fire, κυρίως στον πρώτο από τους δύο δίσκους, μοιάζουν να πασχίζουν για να γίνουν χορευτική μπάντα. Η αλήθεια είναι ότι το ύφος αυτό, όσο φιλότιμα κι αν προσπαθούν να το οικειοποιηθούν, δεν τους πάει ιδιαίτερα. Ανέκαθεν είχαν έντεχνες τάσεις και ο ρυθμός δεν ήταν πότε το δυνατό τους χαρτί. Αντ' αυτού, το ταλέντο τους ήταν πάντα στις μελωδίες και τις ενορχηστρώσεις. Όσο κι αν προσπαθούσαν για το αντίθετο, πάντα έπαιζαν το ημι-κουλτουριάρικο rock της ενδοσκόπησης και του σκεπτικισμου και όχι το εκρηκτικό rock 'n' roll του σώματος. Η αποβολή αυτής της σοβαροφάνειας στο "Reflektor" μάλλον προέκυψε με αφορμή το Sprawl II, το μέχρι πρότινος μοναδικό ηλεκτρονικό/χορευτικό τους κομμάτι, που αποδείχθηκε το καλύτερο μέσα από το "The Suburbs", ρίχνοντας έτσι φως στις νέες μουσικές διαδρομές. Παρόλα αυτά, όσο αμήχανοι κι αν ακούγονται με το νέο αυτό ύφος, τελικά με ένα μαγικό τρόπο (που μάλλον σχετίζεται με το προαναφερθέν συνθετικό ταλέντο τους, αλλά και με τον James Murphy) καταφέρνουν να κάνουν τα τραγούδια τους ζωντανά και χορευτικά. Κορυφαίο παράδειγμα, μαζί με το Reflektor, το Afterlife. Αν η ουσία της υψηλής τέχνης έγκειται στην αντίθεση και την αμφισημία, τότε το κομμάτι αυτό είναι ένας μικρός θρίαμβος. Στίχοι θλιμμένοι, σχεδόν απεγνωσμένοι, οι οποίοι όμως αραδιάζονται πάνω σε έναν ανελέητο ρυθμό, που θα μπορούσε να χορευτεί με δάκρυα στα μάτια. Με άλλα λόγια, η χαρμολύπη η ίδια.
     Θα μπορούσαμε να αναλύουμε για πολλές χιλιάδες λέξεις ακόμα έναν τόσο σύνθετο και πολυεπίπεδο δίσκο όπως το "Reflektor", αλλά κάτι τέτοιο θα γινόταν κουραστικό. Τα κρίσιμα ερώτηματα που τίθεται είναι: έκαναν οι Arcade Fire πάλι το album της χρονιάς; Είναι το τέταρτο συνεχόμενο αριστούργημά τους; Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση θα δοθεί σύντομα στις ανασκοπήσεις με τα καλύτερα της χρονιάς, αν και είναι βέβαιο ότι το album αυτό θα ανήκει σε αυτά που θα ξεχωρίζουν. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, το Indiego Sound αμφιβάλλει ότι έχουμε να κάνουμε με αριστούργημα. Το "Reflektor" είναι μια πάρα πολύ καλή δουλειά, πλην όμως με μικροαδυναμίες σε επίπεδο συνθέσεων και συνοχής, οι οποίες του αφαιρούν κάτι από τη δυναμική του. Περιέχει μια πεντάδα εξαιρετικών κομματιών (Reflektor, Here Comes The Night Time, "Awful Sound (Oh Eurydice)", "It's Never Over (Oh Orpheus)", Afterlife), περιέχει όμως και άλλα τόσα μέτρια, με τα εναπομείναντα να κινούνται στην ενδιάμεση ζώνη. Όπως και το "Neon Bible", είναι δίσκος που ακούγεται επιλεκτικά, με τις καλές στιγμές του όμως να είναι ακαταμάχητες. Η διαφορά του είναι ότι ως μουσική έμπνευση δε σχηματοποιείται εύκολα σε κάτι εύληπτο και ταξινομήσιμο, αλλά παραμένει ακόμα και μετά από πολλές ακροάσεις κάπως αόριστο και άμορφο. Αυτό ενδεχομένως να αποκαλύψει μελλοντικά μια ευφυΐα που δεν είμαστε ακόμα σε θέση να αντιληφθούμε.
     Προς το παρόν, αυτό που αντιλαμβανόμαστε όλοι είναι ότι τόσην ώρα διυλίζουμε τον κώνωπα και γι' αυτό το λόγο θα μείνουμε στο ότι πρόκειται για ένα ακόμη απολαυστικό Arcade Fire album, το οποίο θα δείξει τις πραγματικές του διαστάσεις όταν περάσει λίγος χρόνος και ο θόρυβος που το συνοδεύει ξεφουσκώσει.


ΥΓ. Μετά από ένα τέτοιο εξώφυλλο και με τόσες αναφορές στο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα σε μια εμφάνιση στην Ελλάδα;

Βαθμολογία:  8½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν:  
Reflektor
, Here Comes The Night Time , Awful Sound (Oh Eurydice) , It's Never Over (Oh Orpheus) , Afterlife

26.10.13

Future Of The Left - How To Stop Your Brain In An Accident

Είδος:  Noise Rock  /  Punk
Κυκλοφορεί:  21 Οκτωβρίου 2013


     Δεν θα τους δείτε να διαφημίζονται πουθενά. Ούτε θα βρείτε κριτική του album τους σε κάποιο από τα μεγάλα περιοδικά (πλην του ΝΜΕ). Ούτε θα το συναντήσετε σε πολλές από τις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς. Όχι γιατί δεν αξίζει, κάθε άλλο: πρόκειται για μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς. Αλλά επειδή οι Future Of The Left πάνε όσο πιο κόντρα μπορεί να πάει κανείς στη μουσική βιομηχανία, αλλά και στο σύστημα γενικότερα.
    Η αλήθεια είναι πως δεν την έχουν και ιδιαίτερη ανάγκη τελικά. Μετά από 3 albums (σε τρεις διαφορετικες δισκογραφικές), απέκτησαν αρκετό fanbase ώστε να μπορέσουν να ιδρύσουν τη δική τους και να φτιάξουν το νέο τους δίσκο βασιζόμενοι μόνο σε δωρεές των πιστών fans. Έξι ώρες μετά την κυκλοφορία του ήταν αρκετές για να γίνει η απόσβεση!
     Έτσι, εντελώς ανεξάρτητοι πλέον, οι Future Of The Left είχαν όλη την ελευθερία για να τα πουν χύμα, κάτι βέβαια που πάντα έκαναν σε ένα βαθμό. Απλά τώρα περνούν σε άλλο επίπεδο. Στο νέο, ακραία αντισυστημικό album τους, τα βάζουν με όλους και με όλα. Πυροβολούν στιχουργικά κατά μέτωπο κάθε πιθανό "στόχο" της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, φτάνοντας μέχρι και στα Χριστούγεννα (!), ενώ, όπως είναι φυσικό, τιμιτική θέση μπορεί να έχει πλέον και η μουσική βιομηχανία.
     Το καλό είναι ότι όλα αυτά δε βασίζονται σε κάποιο πρόχειρο ή έστω υποτυπώδες μουσικό υπόβαθρο όπως συμβαίνει σε τόσες άλλες περιπτώσεις, αλλά υποστηρίζονται με πραγματικά καλά κομμάτια. Το συγκρότημα καταφεύγει σε παλιά κόλπα και ιδέες από το noise και το punk οπλοστάσιο, τις οποίες κόβει και ράβει στα μέτρα του. Και την ίδια στιγμή δε διστάζει να βάλει στο παιχνίδι και στιγμές πιο ήρεμες, που ξεφεύγουν από τα πλαίσια των genres αυτών αλλά δένουν πολύ καλά.
     Η έμπνευση, λοιπόν, μπορεί να κάνει ακόμα και τα αταίριαστα ταιριαστά. Και από αυτήν το συγκρότημα έχει μπόλικη. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις απόψεις τους, είναι αδιαπραγμάτευτο το ότι οι Future Of The Left έχουν πράγματα να πουν. Και όσο τα λένε σε μία τόσο πλήρη, καλοζυγισμένη και άρα ολοκληρωμένη μουσική πρόταση, εμείς είμαστε μαζί τους.

Βαθμολογία:  7½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Johnny Borrell Afterlife , The Male Gaze , French Lessons , How To Spot A Record Company , Donny Of The Decks , Things To Say To Friendly Policemen

22.10.13

Lorde - Pure Heroine

Είδος:  Indie Pop  /  Electropop
Κυκλοφορεί:  30 Σεπτεμβρίου 2013


     Το 16χρονο κορίτσι από τη Νέα Ζηλανδία, που έχει γίνει το pop φαινόμενο του μήνα (και ίσως καταλήξει να γίνει "της χρονιάς") με την κυκλοφορία του πρώτου album της, είναι αναμφισβήτητα από τις καλές περιπτώσεις. Προικισμένη με μια όμορφη φωνή και με το ταλέντο στο να συνθέτει αξιοπρεπέστατες για την ηλικία της μελωδίες, η Lorde πατάει στο δρόμο που έστρωσαν καλλιτέχνες όπως ο The Weeknd, οι Purity Ring, οι xx και η Jessie Ware, υπό την καθοδήγηση του παραγωγού Joel Little. Ο Little έχει φτιάξει έναν ηλεκτρονικό pop ήχο που ακούγεται φρεσκότατος και έχει συντελέσει απίστευτα στο να αναδειχθεί η Lorde σε ένα τόσο hot-right-now όνομα, μιας και τα κομμάτια από μόνα τους δε συνιστούν ούτε κανέναν μουσικό θρίαμβο, ούτε κάποια ιδιαίτερη αποκάλυψη.
     Το καλό με το συγκεκριμένο κορίτσι είναι ότι έχει βρει τον τρόπο να συνδυάζει τη φρεσκάδα μιας 16χρονης με την ωριμότητα ενός μεγαλύτερου και εμπειρότερου καλλιτέχνη. Εκπέμπει μια σοβαρότητα, χωρίς να ακούγεται σαν μικρομέγαλο (βλέπε Birdy). Αποπνέει μια εφηβική αγουράδα, αποφεύγοντας τα σαχλά κλισέ συνομήλικών της που απευθύνονται σε τέτοιο ηλικιακό κοινό. Κοινώς, βρίσκεται στο σωστό καλλιτεχνικό δρόμο. Απομένει να δούμε αν μεγαλώνοντας θα εξελιχθεί μουσικά σε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον ή αν θα απομυζήσει εμπορικά την επερχόμενη γιγάντωση του ονόματός της.

Βαθμολογία:  6
Κομμάτια που ξεχωρίζουν:  Tennis Court , Royals , Team

20.10.13

Darkside - Psychic

Είδος:  Electronic
Κυκλοφορεί:  7 Οκτωβρίου 2013


     Οι Darkside ειναι το project του γνωστού Nicolas Jaar, που απασχόλησε αρκετά την ηλεκτρονική σκηνή με το "Space Is Only Noise" του 2011, και του multi-instrumentalist μουσικού Dave Harrington, που συμμετείχε στο touring band του πρώτου. Αν και δραστηριοποιούνται εδώ και δύο χρόνια, ουσιαστικά έγιναν γνωστοί από το remix που έκαναν το καλοκαίρι σε ολόκληρο το "Random Access Memories" των Daft Punk.
     Το ντεμπούτο τους δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια μίξη του μινιμαλιστικού ηλεκτρονικού ήχου του Jaar, με τα φυσικά όργανα του Harrington (και ιδίως της ηλεκτρικής κιθάρας, που αποτελεί το πιο εμφανές στίγμα του μουσικού). Αν και το Indiego Sound θα προτιμούσε η ζυγαριά να ισορροπεί και να μη γέρνει προς την πλευρά του Jaar όπως συμβαίνει, η μίξη αυτή γενικά λειτούργησε και γέννησε ορισμένα αξιόλογα κομμάτια. Η ατμοσφαιρικότητα είναι η λέξη κλειδί εδώ, ενώ η μουσικότητα έρχεται σε δεύτερο ρόλο. Εκεί που υπάρχει όμως (στο "Heart" και το Paper Trails για παράδειγμα), γίνεται ένα ενδιαφέρον (και σπάνιο) crossover μεταξύ της electronica και των blues, που αξίζει την προσοχή κάθε είδους μουσικόφιλου.
      Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το "Psychic" είναι αρκετά καλό για να μείνει στο χρόνο ως κάτι το σπουδαίο, όπως μάλλον πιστεύει το Pitchfork. Αυτό που είχε καταφέρει το "Kid A" πριν από 13 χρόνια δεν είναι εύκολο να επαναληφθεί. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για μια μουσική πρόταση που αξίζει να ακουστεί.

Βαθμολογία:  7½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Golden Arrow
, Heart , Paper Trails , Metatron

15.10.13

Sleigh Bells - Bitter Rivals

Είδος:  Noise Pop  /  Dance Punk  /  Lo-Fi
Κυκλοφορεί:  7 Οκτωβρίου 2013


     Ούτε με το προηγούμενο, ούτε με αυτό εδώ το τρίτο album έχουν καταφέρει οι Sleigh Bells να ξαναβρούν τη συνταγή που έκανε το ντεμπούτο τους του 2010 έναν από τους πιο ακαταμάχητους pop δίσκους των τελευταίων χρόνων (και μάλλον τον καλύτερο στην κατηγορία του noise pop).  Εκείνη τη DIY συνταγή που συνδύαζε τέλεια το pop νάζι με τους εκρηκτικούς ρυθμούς και τις θεοβρώμικες κιθάρες, χωρίς το άκουσμα να γίνεται ούτε γλυκανάλατο, αλλά ούτε και βαρύ.
     Στο συγκεκριμένο album ευτυχώς αφήνουν πίσω τους τον metal-friendly, "δαιμονισμένο" ήχο του προηγούμενου και επιστρέφουν σε πιο χαρωπές (και λίγο girly) μελωδιες. Αυτό μάλλον τους ταιριάζει και περισσότερο. Είναι εξάλλου αμφίβολο ότι έχουν πείσει έστω και έναν ενήλικο ακροατή ότι πίσω από όλη αυτή τη riot αισθητική κρύβεται άποψη ή ουσία. Οπότε ναι, ανάλαφροι είναι και πιο αληθινοί.
     Από την άλλη, όμως, οι εκπτώσεις στην ποιότητα των συνθέσεων συνεχίζονται. Τα κομμάτια εξατμίζονται αμέσως αφήνοντας λιγοστές αναμνήσεις, ενώ η επαναληψιμότητα της μπάντας έχει φέρει τον ήχο αυτό (με τις όποιες διακυμάνσεις και μικροδιαφοροποιήσεις του) στα όρια του κορεσμού.
     Κοινώς, μέτρια τα πράγματα και πάλι για τους Sleigh Bells. Ίσως θα άξιζε να αφήσουν λίγο χρόνο μέχρι την κυκλοφορία του επόμενου δίσκου, ώστε να ξεφύγουν από το τρέχον ηχητικό μοτίβο και να επεξεργαστούν νέες ιδέες με ωριμότητα και ψυχραιμία.
Βαθμολογία:  6

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Bitter Rivals
, Tiger Kit , To Hell With You

12.10.13

Anna Calvi - One Breath

Είδος:  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  7 Οκτωβρίου 2013


     Το υπέροχο ντεμπούτο της Anna Calvi ήταν από τους καλύτερους δίσκους του 2011, με την υποψηφιότητα για το Mercury Prize να είναι ένα μόνο παράδειγμα της ευρύτερης αποδοχής που δικαίως γνώρισε. Η Calvi τότε μας είχε συστηθεί παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μια απόλυτα ώριμη και κατασταλαγμένη καλλιτεχνική οντότητα, γεγονός που απέρρεε τόσο από τον ήχο, όσο και από την εικόνα της. Υπέρκομψη, ντυμένη πάντα στα μαύρα και στα κόκκινα, με τον κότσο, τη γόβα και τα χρυσά κοσμήματα, απέπνεε τον αέρα κινηματογραφικής δραματικής ντίβας, με την κλασική telecaster σε sunburst απόχρωση να αποτελεί το μοναδικό οπτικό στοιχείο που παρέπεμπε σε κάτι το rock. Όσο για τον ήχο της, ακροβατούσε περίτεχνα ανάμεσα στο PJ Harvey-ικό alternative rock και τις προσωπικές, arty αισθητικές πινελιές από το flamenco και το κλασικό τραγούδι. Ήταν κάτι το εντελώς συνειδητοποιημένο και ολοκληρωμένο, οπτικά και ακουστικά.
     Ο νέος της δίσκος έρχεται και βροντοφωνάζει ότι είναι ένα αγχωμένο δεύτερο βήμα. Η Calvi ένιωσε την ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί πλήρως, ενδεχομένως από φόβο μήπως της καταλογίσουν κάποιου είδους στασιμότητα. Όχι μόνο έχει δώσει τέλος στην πρότερη περσόνα της όπως την ξέραμε, αλλά συγχρόνως έχει σαλπάρει ηχητικά προς τόσες πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, που μοιάζει να έχει χάσει τον μπούσουλα. Άλλοτε ακούγεται ως δεύτερη PJ Harvey ("Tristan"), άλλοτε πλησιάζει το lo-fi ("Piece By Piece"), άλλοτε οδηγείται σε noise ξεσπάσματα ("Love Of My Life", "Cry"), ενώ φτάνει μέχρι και σε σχεδόν avant-garde καταστάσεις (δεύτερο μισό του "Carry Me Over"), σε ορχηστρικά μέρη με βιολιά ("Sing To Me") ή σε ατμοσφαιρικούς ηλεκτρονικούς ήχους ("One Breath"). Για το τέλος επιφυλάσσει το πλέον απρόσμενο κλείσιμο, με τα δύο τελευταία ρυθμικά ασπόνδυλα κομμάτια, που θυμίζουν experimental ήχους που ακούμε κατά καιρούς σε διάφορους καλλιτέχνες.
     Η Anna Calvi προσπάθησε να τα κάνει όλα, αλλά τελικά δεν καταφέρνει και πολλά. Η έξυπνη ισορροπία που υπήρχε στον ήχο της δεν υφίσταται πλέον. Όλος αυτός ο ηχητικός πανζουρλισμός καθιστά το album απρόσιτο και κουραστικό. Η σύγχυσή της περνάει κατευθείαν στον ακροατή, αποπροσανατολίζοντάς τον και αφήνοντάς τον μόνο και αβοήθητο να παλεύει να κρατηθεί από κάπου για να χωνέψει την ανομοιομορφία που του ξεδιπλώνεται. Η αγριάδα της ξαφνικά χάνει τη γοητεία της και γίνεται καταπιεστική. Γιατί να πρέπει να υποβληθούμε σε δοκιμασίες υπομονής για να γευτούμε τις κρυμμένες αρετές;
     Το "One Breath" έχει τις στιγμές του, δεν είναι τόσο καταστροφικό όσο θα συμπέραινε κανείς αν σταματούσε την ανάγνωση στην προηγούμενη παράγραφο. Υπάρχουν αξιόλογες μελωδίες, υπάρχουν καλές ερμηνείες, υπάρχουν όμορφα ορχηστρικά μέρη. Ωστόσο, οι στιγμές αυτές είναι τόσο άτεχνα δεμένες, τόσο πολύ αφημένες στη μαύρη τύχη τους και σε μια τόσο χαλαρή αλληλουχία, που τελικά πνίγονται και χάνονται. Μέσα στο δίσκο δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι που να μην αφήνει την αίσθηση του ανικανοποίητου, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Έτσι, τελικά ο δίσκος χαντακώνεται και η Anna Calvi γίνεται ένα ακόμη θύμα του φαινομένου του "δύσκολου δεύτερου album".

Βαθμολογία:  5½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Suddenly
, Eliza , Sing To Me

8.10.13

London Grammar - If You Wait

Είδος:  Indie Pop
Κυκλοφορεί:  9 Σεπτεμβρίου 2013


     Οι London Grammar, γνωστοί από τη συμμετοχή τους στο περιβόητο φετινό album των Disclosure, είναι ακόμη μια νέα βρετανική indie pop μπάντα που οφείλει την ύπαρξή της στο επιδραστικότατο εκείνο ντεμπούτο των xx. Από αυτούς προέρχεται τόσο η μινιμαλιστική ματιά των ενορχηστρώσεων, όσο και η λογική των ελαφρομελαγχολικών pop μελωδιών. Αν σ' αυτά προσθέσουμε και τα φωνητικά αλά Florence Welch (εντάξει έχει γραφτεί παντού, αλλά είναι τόσο εύστοχο!) και επισημάνουμε τη συνάφεια του συγκροτήματος με τους επίσης φετινούς Daughter, τότε έχουμε μια κατατοπιστικότατη περιγραφή του ήχου και του ύφους τους.
     Το στοιχείο που εξασφαλίζει στους London Grammar το εισιτήριο για την εκλεκτή και ολιγομελή κατηγορία των νέων indie pop συγκροτημάτων που αξίζουν, δεν είναι άλλο από τις συνθέσεις. Έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα που δεν αρκείται σε κάποια "τεχνοκρατική" υιοθέτηση των νέων μουσικών trends, αλλά τροφοδοτεί τα κομμάτια της με ουσιαστικές μελωδίες, περασμένες μέσα από ένα συναισθηματικό πρίσμα. Μελωδίες που ενίοτε είναι μέτριες, δεν είναι όμως και λίγες οι φορές που είναι αξιοζήλευτες και οδηγούν σε ζουμερά singles. Ο εμπλουτισμός του ήχου με πλήκτρα, πέρα από τις κιθάρες, καθώς και τα ωραία patterns των drums σε στιγμές, καταγράφονται επίσης στα μεγάλα συν.
     Σε έναν τελικό απολογισμό, το "If You Wait" είναι ένας συμπαθέστατος, απολαυστικότατος δίσκος, που φωνάζει ότι είναι δημιουργημένος από μπάντα με προοπτικές. Αν οι London Grammar επεκτείνουν τη δημιουργικική τους διάθεση διατηρώντας την ποιότητα των καλών μελωδιών τους, ενδεχομένως να μας προσφέρουν μελλοντικά κάτι εξαιρετικό.

Βαθμολογία:  8

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Stay Awake
, Wasting My Young Years , Strong , Nightcall

5.10.13

Haim - Days Are Gone

Είδος:  Indie Pop
Κυκλοφορεί:  30 Σεπτεμβρίου 2013


     Απ' όλα τα φετινά "next big things" οι Haim, οι τρεις αδερφές από το Los Angeles, ήταν με διαφορά το πιο σπρωγμένο. Με μια πρωτιά στο BBC Sound Of 2013 και πολυποίκιλες συνεργασίες με ονόματα από Primal Scream, Mumford & Sons και Florence + The Machine μέχρι Ke$ha και Kid Cudi, ήταν θέμα χρόνου να γίνουν πασίγνωστες, ενώ η Polydor έτριβε από καιρό τα χέρια της.
    Το ντεμπούτο που μόλις κυκλοφόρησαν δεν κρύβει την παραμικρή έκπληξη. Είχαν, άλλωστε, φροντίσει να διαθέσουν στο internet το καλύτερό τους υλικό, με αποτέλεσμα το 1/3 περίπου του δίσκου να είναι ήδη ακουσμένο, ενώ και τα υπόλοιπα κομμάτια κινούνται στο ίδιο ύφος. Έτσι, ο δίσκος είναι όσο pop, όσο 80's και όσο L.A. περιμέναμε. Οι Haim συνδυάζουν έξυπνα το hipster friendly image τους με τις μουσικές καταβολές τους, για να δώσουν ένα υπολογίσιμο αισθητικής φύσεως boost στα "απλώς καλά" κομμάτια τους. Η σχολαστική και αποψάτη παραγωγή παίζει τόσο σημαντικό ρόλο σε αυτό το στυλιστικό πλαίσιο, που συντελεί σχεδόν κατά το ήμυσι στο τελικό αποτέλεσμα. Η tracklist, δε, ξεμένει από καλά κομμάτια περίπου στα 2/3 του δίσκου, με το Days Are Gone να αποτελεί το τελευταίο ενδιαφέρον δείγμα.
     Θα αδικούσαμε τη μπάντα αν δεν παραδεχόμασταν ότι το album αυτό φορτίζει θετικά την ατμόσφαιρα και εντέλει αφήνει μια γλυκιά γεύση. Ωστόσο, θα λέγαμε ψέματα εάν ισχυριζόμασταν ότι πρόκειται για μουσική που έχει τα φόντα να γίνει αναγκαία ή, ακόμα περισσότερο, να αποτελέσει μουσική παρακαταθήκη.

Βαθμολογία:  6½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Falling
, Forever , The Wire , Don't Save Me , Days Are Gone

2.10.13

Kings Of Leon - Mechanical Bull

Είδος:  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  23 Σεπτεμβρίου 2013


     Οι δύο τελευταίοι δίσκοι των Kings Of Leon ήταν το απόλυτο σκωτσέζικο ντους. Ο πρώτος εκ των δύο (2008) τους οδήγησε στο εμπορικό ζενίθ, ενώ ο δεύτερος (2010) στο καλλιτεχνικό ναδίρ. Σ' αυτο το μπερδεμένο, αντιφατικό background, το "Mechanical Bull" έρχεται να τοποθετηθεί κάπου ενδιάμεσα. Είναι ένας δίσκος σαφώς ανώτερος από τον προηγούμενο, όχι όμως αρκετά καλός ώστε να αποτελέσει ακριβώς το λεγόμενο "return to form" για το συγκρότημα.
     Ο ήχος των Kings Of Leon εδώ είναι έξυπνα σμιλεμένος ώστε να επικοινωνεί τόσο με το mainstream, όσο και με το εναλλακτικό αυτί. Το λόγο έχουν η indie, η southern rock, λίγο τα blues και λίγο η pop, σε ένα μίγμα λίγο πολύ γνωστό, που όμως φέρει την ταυτότητα του συγκροτήματος. Αυτή είναι και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους: έχουν διαμορφώσει έναν ήχο αναγνωρίσιμο.
     Κατά τ'άλλα, το album είναι ο ορισμός του "ναι μεν αλλά". Τίποτα δεν πάει στραβά, αλλά τίποτα δε λειτουργεί θαυμάσια επίσης. Περισσότερα από τα μισά κομμάτια είναι συμπαθητικά και καλοστεκούμενα, κανένα όμως δεν αγγίζει έστω ξυστά τη σφαίρα του εξαιρετικού. Διακρίνονται  ξεκάθαρα arena rock τάσεις και προθέσεις, αλλά λείπουν τα "δολοφονικά" singles τύπου "Sex On Fire" που απαιτούνται για κάτι τέτοιο.
     Η αίσθηση με την οποία σε αφήνει ο δίσκος έπειτα από αρκετές ακροάσεις, είναι ότι αποτελεί προϊόν "μηχανικής" δημιουργίας, όπως ακριβώς δηλώνει ο τίτλος του. Έμπειροι μουσικοί είναι οι Kings Of Leon, ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και πώς να το κάνουν. Όταν όμως η συναισθηματική εμπλοκή απουσιάζει, είναι αδύνατο ένας τέτοιος "μηχανικός" δίσκος να συγκινήσει. Μπορεί μονάχα να εμπλουτίσει τη δισκογραφία τους με καλοπαιγμένα κομμάτια, μέχρι εκεί.
Βαθμολογία:  6½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Supersoaker
, Temple , Wait For Me , Tonight