7.9.13

Arctic Monkeys - AM

Είδος:  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  9 Σεπτεμβρίου 2013


     Όλα ξεκίνησαν το 2009. Ήταν η χρονιά που οι Arctic Monkeys, μετά από 2 υπέρ επιτυχημένα albums, κυκλοφόρησαν το "Humbug". Ένα δίσκο εντελώς διαφορετικό από τους προηγούμενους, για τον οποίο οι ανά την υφήλιο μουσικογραφιάδες επεσήμαιναν ότι είναι μεν ο πιο αδύναμος της μπάντας, όμως ανοίγει ορίζοντες για νέες κατευθύνσεις. Ήταν η φιλία και η συνεργασία με τον Josh Homme αυτή που καθόρισε το νέο, "αμερικάνικο" ήχο της μπάντας σε εκείνο το δίσκο. Λίγο η επίσκεψη στην έρημο, λίγο η μετακόμιση στο L.A., λίγο η ενηλικίωση και η ωρίμανση, οι Monkeys άρχισαν να απομακρύνονται από τον πρώιμο ήχο τους. Το κοινό, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε πολύ θετικά σ' αυτή την αλλαγή.
     Στο Suck It And See του 2011, ο Alex Turner προσπάθησε να χωρέσει μέσα σε ένα album κάτι απ' όλες τις μέχρι τότε μουσικές κατευθύνσεις του συγκροτήματος. Η συνύπαρξη της Αγγλίας και της Αμερικής ανέδειξε νικήτρια την Αγγλία, καθώς τα κομμάτια που επέμεναν στο νέο ήχο που εισήγαγε το "Humbug", με βασικό το πρώτο single "Don't Sit Down Cause I've Moved Your Chair", δεν είχαν και την καλύτερη πορεία. Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί επιμένουν στον ήχο αυτό, εφόσον δεν τους "κάθεται". Ο δίσκος (αν και καλός) απογοήτευσε τους περισσότερους, τα singles είχαν μέτρια πορεία, όμως το κοινό δεν έχασε τις προσδοκίες του.
     Και τότε, αρχές του 2012, πριν καν κλείσει χρόνος από την κυκλοφορία του album, σκάει το ανέλπιστα καλό R U Mine?. Ήταν η πρώτη φορά που ο αμερικάνικος ήχος λειτούργησε και το αποτέλεσμα ήταν το καλύτερό τους single, από το "Teddy Picker" του 2007 και μετά. Χάρη στο σωτήριο αυτό single, οι Arctic Monkeys άρχισαν να ανακτούν το χαμένο hype τους, έγιναν αρκετά πιο γνωστοί, απέκτησαν τεράστιο airplay ακόμα και στο ελληνικό ραδιόφωνο και φυσικά πήραν ένα σαφές μήνυμα για το πώς θέλει ο κόσμος τη μουσική τους. Έτσι, δήλωσαν ότι πάνω σ' αυτό το κομμάτι θα βασιστεί ο επόμενος δίσκος.
     Φυσικά, αυτή η εκτίναξη της mainstream δημοσιότητας είχε και τις παρενέργειές της. Είδαμε έναν μέχρι πρότινος σεμνό Alex Turner να αλλάζει και να αποκτά το star attitude ενός μεγάλου rock 'n' roll frontman. Να προβαίνει σε δηλώσεις-κράχτες στο NME για να τραβήξει την προσοχή, να εμφανίζεται στις συνεντεύξεις με γυαλιά ηλίου και να χτενίζει το τσουλούφι του πάνω στη σκηνή. Και το ερώτημα ήταν το εξής: μπορεί όλο αυτό το στιλάκι να συμβαδίσει με την καλή μουσική;
     Η απάντηση έρχεται με το νέο τους δημιούργημα και είναι καταφατική. Το "AM", χωρίς να αποτελεί το αριστούργημα της δεκαετίας όπως ισχυρίζεται το NME δίνοντάς του το σκανδαλωδώς υπερβολικό και σπάνιο 10/10, είναι ένα album που βρίσκει τους Arctic Monkeys ξανά σε φόρμα, μετά από χρόνια. Όχι μόνο από πλευράς δημιουργικότητας (αυτή δεν την έχασαν ποτέ), αλλά και σε επίπεδο καλώς εννοούμενης εμπορικότητας. Είναι ενδεικτικό ότι τα δύο πρώτα κομμάτια και singles, Do I Wanna Know? και "R U Mine?" είναι καλύτερα από όλα τα κομμάτια των δύο προηγούμενων albums αθροιστικά! Είναι και τα δυο τους κομμάτια που θα συναντάμε σε μελλοντικά αφιερώματα με τα καλύτερα της μπάντας και ενδεχομένως και της δεκαετίας που διανύουμε.
     Βέβαια, θα αδικούσαμε το δίσκο εάν δεν αναφέραμε ότι πέρα από αυτά τα δυο διαμάντια, περιέχει σχεδόν μόνο καλά τραγούδια. Ας πάρουμε για παράδειγμα το Mad Sounds, μια γλυκιά pop/rock μπαλάντα που πατάει με το ένα πόδι στους Velvet Underground και με το άλλο στο "Cornerstone" από το "Humbug" (που εντελώς προφητικά, αποδείχθηκε ότι όντως αποτέλεσε...ακρογωνιαίο λίθο για μια βασική πτυχή του ήχου της μπάντας). Ή το No. 1 Party Anthem, την άλλη μπαλάντα του δίσκου, που παραπέμπει σε early 70's και θυμίζει και τα κομμάτια του Alex Turner για το soundtrack του "Submarine" (2011). Πόσα συγκροτήματα έχουν καταφέρει να πλησιάσουν τόσο καλά τον retro αυτόν ήχο;
     Και τα αξιόλογα κομμάτια δε σταματούν εδώ. Στο Why'd You Only Call Me When You're High, υπάρχει το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πειραματισμού της μπάντας με τα hip hop beats του Dr. Dre, κάτι που φαινόταν αρχικά τρομακτικό σαν προοπτική, αλλά τελικά δεν ακούγεται καθόλου άσχημο. Και όντως, ο ρυθμός σε συνδυασμό με τη μελωδία του μπάσου δεν απέχει πολύ από αυτόν του "The Real Slim Shady" του Eminem, σε παραγωγή Dr. Dre. Στις βαριές κιθάρες του Arabella, από την άλλη, φαίνεται καλύτερα από οπουδήποτε η επιρροή από Black Sabbath, ενώ τα επίσης δυνατά One For The Road και Knee Socks με τη συμμετοχή του Josh Homme υπογραμμίζουν για μια ακόμη φορά την αλληλεπίδραση μεταξύ Arctic Monkeys και Queens of The Stone Age (κάτι βέβαια που φάνηκε και στο πρόσφατο album των τελευταίων - οι δυο μπάντες συμπορεύονται σε κοινό ηχητικό κανάλι και κατ' αυτόν τον τρόπο επωφελούνται η μια από την άλλη. Μόνο τυχαίο δεν είναι που οι τελευταίοι πήγαν για πρώτη φορά στο no1 φέτος). Τα falsettos των Matt Helders και Nick O' Malley στο background των περισσότερων κομματιών, βέβαια, παραπέμπουν και σε Black Keys, οι οποίοι μαζί με τους Arctic Monkeys σχεδόν μονοπωλούν το σύγχρονο εμπορικό rock ήχο. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε και το εξαιρετικό Fireside, που χάρη στην κιθάρα του Bill Ryder-Jones των The Coral και το παιχνιδιάρικο groove στα drums, προσφέρει κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει από τους Βρετανούς και θα μπορούσε να δείξει το δρόμο για το μελλοντικό τους ήχο.
     Αν, πάντως, από το μέχρι τώρα κείμενο φάνηκε ότι τα πάντα στο "ΑΜ" είναι ρόδινα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Το συγκρότημα είχε την "ατυχία" να κυκλοφορήσει δύο άπαιχτες πρώτες δουλειές και αναπόφευκτα, όλες οι επόμενες θα συγκρίνονται με αυτά τα standards. Είναι γνωστό ότι οι Arctic Monkeys των 2010's δεν είναι αυτοί που γνωρίσαμε στα 2000's. Ωστόσο, όσο περνάνε τα χρόνια και ο ήχος τους ωριμάζει, τόσο περισσότερο το Indiego Sound αναπολεί την άγουρη μετεφηβική σπιρτάδα που είχαν στις αρχές. Αυτή τη βραχνάδα στη φωνή του Alex Turner που ταυτίστηκε με τη μοντέρνα indie rock όσο καμία. Αυτά τα αποψάτα guitar riffs, τα γκαζωμένα drums που γέμιζαν τόσο έξυπνα τον ήχο και το μπάσο που είχε τότε κεντρικό (και όχι συνοδευτικό) ρόλο στις συνθέσεις. Διότι δεν είναι μόνο συναισθηματικό το ζήτημα, είναι και μουσικό. Ένας βασικός λόγος που πολλοί από εμάς, άλλοι εν γνώσει τους και άλλοι όχι, εθιστήκαμε στη μουσική τους με το ντεμπούτο τους, είναι οι σοφές, ασύλληπτα εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις, που αξιοποιούσαν την τετράδα κιθάρα-κιθάρα-μπάσο-drums στα όριά της και ανέβαζαν τα (κατά τ' άλλα απλοϊκά) κομμάτια όσο δεν πάει. Αυτό είναι που δεν είχαν πιάσει τότε οι (ευτυχώς λίγοι) κριτικοί που άκουσαν το ντεμπούτο επιπόλαια και το θεώρησαν μονοδιάστατο και υπερτιμημένο. Ε, για να μην μακρηγορούμε (λες και δεν έχουμε ήδη μακρηγορήσει) εδώ οι ενορχηστρώσεις είναι υποτυπώδεις, αδιάφορες. Οι κιθάρες σε αρκετά σημεία είναι σπρωγμένες στον πάτο από τους παραγωγούς James Ford και Ross Orton, τα τύμπανα εμφανίζονται συνήθως υπεραπλουστευμένα, ενώ οι μπασογραμμές είναι μάλλον ρουτινιάρικες.
     Η όλη ουσία του "ΑΜ" είναι, εντελώς ειρωνικά, κρυμμένη στο φαινομενικά άκυρο εξώφυλλό του. Το "ΑΜ" είναι προφανώς η συντομογραφία του "Arctic Monkeys", κατά το VU των Velvet Underground. Εκτός από αυτό όμως, αναφέρεται και στα ραδιοφωνικά κύματα των AM, καθώς η απεικόνιση του εξωφύλλου είναι η λεγόμενη "διαμόρφωση πλάτους" (Amplitude Modulation) ενός σήματος. Και τα ΑΜ με τη σειρά τους συμβολίζουν περασμένες εποχές. Τα πρώτα χρόνια της rock ίσως, τότε που τα ραδιόφωνα εξέπεμπαν σε ΑΜ και αποτελούσαν τη μοναδική επαφή με νέα μουσική για εκατομμύρια κόσμο. Διότι το "ΑΜ" είναι ένας δίσκος retro, από μια μπάντα που έχει καταφέρει να επιβάλλει τον ήχο της, χωρίς ουσιαστικά να έχει γεννήσει κάτι καινούριο. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Arctic Monkeys είναι οι μοναδικοί από τις βρετανικές indie rock μπάντες των 00's που συνεχίζουν να έχουν μέχρι και σήμερα ανοδική πορεία.

Βαθμολογία:  8½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Do I Wanna Know?
, R U Mine? , Mad Sounds , Fireside

Δεν υπάρχουν σχόλια: